United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τώρα είχαν οι Παραμυθιώτες ψύλλους και ψύλλους! Πρώτο πρώτο, η δουλειά του Πανάγου, έπειτα και κάτι διαφορές που ξεφύτρωσαν πάλε ανάμεσα Τούρκους και Χριστιανούς. Δεν είταν εποχή εκείνη για μάχητες. Δεν το θέλανε μήτε από τόνα το μέρος μήτ' από τάλλο.

Καταπονιέται ο Λικίνιος κι αναγκάζεται ναφήση του Κωνσταντίνου Ιλλυρία, Μακεδονία, καθαυτό Ελλάδα, κι άλλες μερικές χώρες. Μα μήτ' αυτό δεν τη σταμάτησε την ορμή της Μοίρας που τον έφερνε, όλο τον έφερνε τον Κωσταντίνο στη δύναμη και στη δόξα.

Τα δυνατά και πλούσια βασίλεια, οι ευτυχισμένοι λαοί, οι ανδριομένοι Στρατηγοί, οι μεγάλοι φιλοσόφοι και νομοθέταις, οι προκομμένοι τεχνίταις, οπού άνθησαν κατά καιρούς επάνω στην οικουμένην, μας αποδείχνουν όλο το ενάντιο· επειδή μήτε την ίδια γλώσσαν είχαν όλοι, μήτ' εκείνοι πάντα την ίδια.

Ήρθε ολότρεμη, δακρυσμένη, δεμένη η γλώσσα της, κ' έπεσε χάμου και στηθοδερνότανε σα μοιρολογίστρα. Μήτε λόγο η πλανταγμένη η Ασήμω. Σκυλοπνίγουνταν η ψυχή της μέσα σε λαβωμένης περηφάνειας φριχτή αγωνία. Μήτε φωνή, μήτ' αναστεναγμό δεν μπορούσε να βγάλη· παρ' αρπάζει τη μαγουλήκα της, το ρίχτει απάνω της, και πετιέται όξω.

Και γράμματα τον έμαθε και καλλιγραφία και τρόπους και φερσίματα και καβάλλα και κυνήγι, τέλος και τροπάρια να ψέλνη και να νηστεύη· χαρακτήρα όμως γερό αντρίκιο μήτ' αυτά μήτ' άλλα τόσα δεν μπορούσανε να του φυτέψουν.

Τότες τον χαμοκοίταξε και τούπε ο Αχιλέας «Ωχού μου αδιαντροπρόσωπε, κορμί με δίχως πίστη, πώς λες θ' ακούσει πρόθυμα το λόγο σου κανείς μας 150 κι' ή σ' ανοιχτό πια πόλεμο θα τρέξει ή σε καρτέρι; Τι εγώ δεν ήρθα απ' αφορμή των ασπιστάδων Τρώων να πολεμήσω εδώ, γιατί δε μούφταιξαν εμένα· μήτ' άλογα μου μ' άρπαξαν ποτές τους μήτε βόδια, μήτ' έκαψάν μου τα σπαρτά και τα βαθιά περβόλια 155 κάτου στη Φτιά, γιατί πολλά στη μέση μας χωρίζουν, θες κορφοβούνια απλόσκιωτα θες θάλασσα αφρισμένη· Μον για δικό σου διάφορο, ξαδιάντροπε, εγώ βγήκα μαζί σου, για να βρεις εσύ, κακόσουρτε, απ' τους Τρώες κι' ο αδερφός σου ξεζημιά.

Και δίχως να πελαγώνουμε σε θρησκευτικά θέματα ξένα με το σκοπό μας, νακολουθήσουμε το δρόμο που πήρανε, τη δύναμη και τη χάρη που ξάπλωσαν του Χριστού τα ιερά τα λόγια. Ως πόσο η Ελληνική γλώσσα από τη μια, κι ως πόσο από την άλλη ο πολιτικός οργανισμός της Ρώμης κάμανε να ξαπλωθή αυτή η δύναμη κ' η χάρη, δεν είναι μήτ' αυτό της δουλειάς μας.

Έκαμαν τη δουλειά τους μισή. Αυτές οι μισές οι δουλειές είταν που μας αφάνησαν τότες. Είμουνα δέκα μηνώ νοικοκύρης, κ' η Χριστίνα μου είχε στην αγκαλιά της το πρώτο της, αχ, και το στερνό της! Μήτε χωράφι είχαμε μήτ' αμπέλι. Σερμαγιά μας είταν η βαρκούλα μου και τα δίχτυα μου. Πριν ακόμα να λευτερωθή η Χριστίνα πέρασαν κι από το χωριό μας και μάζευαν οι δικοί μας ό,τι μπορούσαν.

Μόλις το βράδυ βράδυ, σαν άρχισε το σκοτάδι και πλάκωνε, κι αυτός ακόμα λόγιαζε με μάτια ονειριασμένα ταντικρυνά τα βουνά ενός άλλου νησιού, καταπόρφυρα με την αντιφεγγιά του βασιλεμένου του ήλιου, μόλις τότε το στοχάστηκε πως όταν ξεπήδηξε από το καΐκι κ' έσυρε κατά την εξοχή, δε νοιάστηκε μήτ' ενός μερόνυχτου ψωμί να πάρη μαζί του. — Κι α μείνω και νηστικός μια νυχτιά, τι πειράζει! λέει τότες.

ΜΟΥΣ. Θα θυμάται• απόδειξις ότι και τώρα δεν παντρεύτηκε, αλλ' αν και τον πιέζουν και τον αναγκάζουν, αρνείται. ΜΗΤ. Να δώση ο Θεός να μη σε γελάση και τότε θα θυμηθής τα λόγια μου. Αμπελίς και Χρυσίς. ΑΜΠΕΛΙΣ. Μπορεί ν' αγαπά ένας άνδρας που μήτε ζηλεύει, μήτε θυμώνει, μήτε σ' εκτύπησε ποτέ, ούτε σούκουψε τις πλεξούδες, ούτε σούσχισε τα φορέματα;