United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Μανώλης απεμακρύθη, τινάσσων τα βρεγμένα ενδύματά του· αφού δε ευρέθη έξω βολής, απηύθυνε προς την Ζερβουδοπούλαν δίστιχον το οποίον προσήρμοζε το κατάβρεγμα εις τον έρωτά του: Σα μου την ήψες τη φωτιά, ήπιασες το λαΐνι Και κάνεις πως την περιχάς, μα κείνη μπλειο δε σβύνει. Εις άλλο επεισόδιον όμως οι λόγοι του Μανώλη κατώρθωσαν να την κάμουν να γελάση.

Μωρ' ο βρωμοκουρδουκέφαλος να πάρη το σπίτι του Ευμορφόπουλου; είσαστε καλά! Πέντε τοπομαχικά θα βάλω στη σκάλα· πέντε τοπομαχικά... Η Ελπίδα στεκόταν σοβαρή μπροστά του, μη γνωρίζοντας αν έπρεπε να κλάψη ή να γελάση με τη θέση του. — Μα καλά, Αριστόδημε, του είπε με φωνή μαλακή· αξίζει τάχα σε σένα, έναν Ευμορφόπουλο, ένα σοφό! να καταντήση σε τέτοια μ' έναν παλιοκουρδουκέφαλο.

Ψυχή μου, αυτό είνε μεγάλο δυστύχημα, παρετήρησεν ο Σκούντας. — Τω όντι, είπεν ο Τρανταχτής. Και πρώτη φορά μου συμβαίνει. — Τι κρίμα, είπεν ειρωνικώς ο Σκούντας. — Και δεν ξεύρεις πόσο κακό είνε να γελάση κανείς δικούς του ανθρώπους. — Φίλοι σου λοιπόν είνε αυτοί που θα γελάσης; — Είνε κάτι περισσότερο, είνε φιλενάδες μου. — Φιλενάδες σου! μεγάλο θαύμα! — Βέβαια. Δι' αυτό είμαι λυπημένος

Όλοι μου λέγουν: Έρχονται! — Το δυνατόν μας κάστρον την πολιορκίαν των θα έχη να γελάση. Να μείνουν ως που λοιμική και πείνα να τους φάγη! Αν μη τους εδυνάμοναν εκείνοι που μ' αφήκαν, αφόβως τους αντίκρυζα στήθος με στήθος τώρα, και να τους έδιωχν' απ' εδώ! Τι είναι; Ποιος φωνάζει; ΣΕΥΤΩΝ Γυναικών ξεφωνητά μου φαίνονται, αυθέντα. ΜΑΚΒΕΘ Σχεδόν το ελησμόνησα τι πράγμα είν' ο φόβος.

Αν λοιπόν συμβή εκείνος που μας ηρώτησε να είναι υβριστής, θα γελάση και θα είπη· πραγματικώς γελοίον πράγμα λέγετε, αν κάμνη κανείς κακά, εν ώ γνωρίζει ότι είναι κακά και εν ώ δεν πρέπει να τα κάμνη, διότι νικάται από τα καλά.

Η μόνη αγάπη, το πάθος μάλλον το οποίον εφαίνετο να τον κατέχη ολόκληρον, ήτο η προς την αδελφήν του αφ' ενός, και η προς το καράβι του αφ' ετέρου, θερμή, ολόψυχος προσκόλλησίς του. Είχαν να κάμουν όλοι με τον μοναδικόν αυτόν χαρακτήρα. — Τι διάβολο! έλεγαν μάρμαρο είν' αυτός ο άνθρωπος! Διότι δεν τον είδαν ποτέ να γλεντίση και αυτός, σαν νέος, δεν ενθυμείτο να τον είδε κανείς ποτέ να γελάση!

Και αν ήθελες από περιέργεια να ερωτήσης κανένα από τους εδώ με τέτοιον τρόπον, δεν υπάρχει κανείς να μη γελάση και να ειπή· ω ξένε, αναμφιβόλως, με παίρνεις δια κανένα πολύ ευτυχή θνητόν, διά να πιστεύης, ότι γνωρίζω, εάν η αρετή ειμπορή να διδαχθή ή να αποκτηθή με οιονδήποτε άλλον τρόπον.

Ο άθλιος! όπου τη θύρα εχτύπησε στο σπίτι μας, πούχ' ευτυχία, μα χαράπου να χαθή! που να χαθή! — δεν έφερε καμμιά, κ' έχει γελάση μόνο την κυρά, — που οι θεοί να μη δεχθούν, όταν θα κάνη θυσία μ' ευκολάναφτο λιβάνι.

Ιππίας. Και βεβαίως, ποίος ημπορεί να αντιλέξη εις αυτό, καλέ Σωκράτη; Σωκράτης. Εάν λοιπόν παραδεχθώμεν αυτά, θα γελάση και θα μας ερωτήση· Κύριε Σωκράτη, ενθυμείσαι λοιπόν, τι είχες ερωτηθή; Μάλιστα, θα του ειπώ, δηλαδή ερωτήθην τι πράγμα είναι το καθαυτό ωραίον.

Εκτός της Χριστίνας, όλα τα άλλα τα εύρισκα άνοστα, ανάλατα, ανούσια και πληκτικά. Ενθυμούμαι ότι μίαν ημέραν εις το ξενοδοχείον έκαμα όλον τον κόσμον να γελάση, παραπονεθείς ότι ήτο ανάλατη και η λακέρδα. Οι συγγενείς μου δεν ήθελαν αυτόν τον γάμον, διά τον λόγον ότι εκείνη δεν είχε τίποτε, και ουτ' εγώ πολλά.