United States or Kyrgyzstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στη στράτα που διαβαίνανε, στη στράτα που πηγαίναν, Ακούν πουλιά και κελαϊδούν, ακούν πουλιά και λένε· "Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνη απεθαμμένος!„ "Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια; Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνη απεθαμμένος!„ "Λωλά πουλιά κι ας κελαϊδούν, λωλά πουλιά κι ας λένε.„ "Τι βλέπουμε τα θλιβερά, τα παραπονεμένα, Να περβατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμμένους!„ "Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια; Πως περβατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμμένους!„ "Πουλάκια 'νε κι ας κελαϊδούν, πουλάκια 'νε κι ας λένε.„ "Φοβούμαι σε, αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις!„ "Εχτές βραδύς επήγαμε πέρα στον Άη Γιάνη, Και θέμιασέ μας ο παππάς με περισσό λιβάνι.„ Και παραμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τους λένε.

Καθώς με είδεςτον ύπνο σου Λαλεμήτρο, είπε τότε η Θωμαή. Εγώ σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες άναβα τα κηράκιατην εκκλησίτσα του, και ελιβάνιζα την εικόνα του, σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες, σαν να μου έλεγε κάποιος ότι κακό θα πάθης, και ο Μεγαλομάρτυς σου τα έφερνεν εκεί μπροστά σου, τα κηράκι μου και το λιβάνι μου.

Ήξερε αυτός από μικρός ότι όποιο παλληκάρι Αρπάξη τ' ολομέταξο μαντήλι της Νεράιδας, Εκείνη αφίνει τα νερά, τον παίρνει από κατόπι, Και γίνεται γυναίκα του και γίνεται 'δική του. Βάνει ο Γιαννούλας φυλαχτό μπαρούτι και λιβάνι Και πάειτης πέτραις της οχθιάς κι αρπάζει το μαντήλι Και ροβολάτη λαγκαδιά και χάνεταιτα πεύκα.

Απ' τη μικρούλα πόρτα της Μονής, το λιβάνι, που οι καλόγεροι σκόρπισαν άφθονο στους νοτερούς θόλους της σπηλιάς, ξατμίζουνταν στην αυλή, κι η μυρουδιά του, περίχυνε τ' άγριο εκείνο στένωμα από απαλότη και γαλήνη.

Όλα ταύτα, να σας ειπώ την αλήθειαν, εκέντησαν την περιέργειάν μου, και αφού πολλήν ώραν επονοκεφάλησα διά να συμβιβάσω τους τόσους επαίνους και τας τόσας ύβρεις, το τόσον λιβάνι και την λάσπην, τα οποία ο τύπος και η Εκκλησία έχυσαν επάνω εις αυτό το βιβλίον, απεφάσισα να το διαβάσω κ' εγώ, διά να σχηματίσω γνώμην με τα ιδικά μου μάτια και την ιδικήν μου κρίσιν.

Και μέσ' από την ψυχή τους ωσάν λιβάνι ανέβαινε στα ουράνια η μυστική δέηση τούτη: — Θε μου, δόσε πάντα δύναμη της εκκλησιάς να βγαίνη από ολούθε νικήτρα, δόσε κι' εμάς θάρρος των μαύρων και μεγάλη καρδιά να φτουράμε της σκλαβιάς μας τους κατατρεγμούς και τες καταφρόνησες, ως που να σωθούν καμμιά μέρα η αμαρτίες μας κι' ως που να δούμε άστρο ελευθεριάς το Χριστουγεννιάτικο τ' άστρο».

Μέσφιγγε στην αγκαλιά της και τα κόκαλα της τρίζανε. Με φιλούσε και τα χείλη της ήσαν κρύα· συνάμα η πνοή της μύριζε λιβάνι. Έπειτα την έπιασε τρομερός βήχας κοι πνοές της έπεφταν υγρές στο πρόσωπό μου. Σε λίγο είδα ναναβλύζη αίμα με το βήξιμο από το παθιασμένο στήθος της κέβαψε κόκκινα τα χείλη της. Και σαυτό το ματωμένο στόμα σχηματιζόταν ένα φρικτό χαμόγελο.

Πάντα κρυμμένος πόνος Μέσ' 'ς την καρδιά είνε κρυφό μαχαίρι, είνε φόνος· Κι' αυτός δεν έχει σύντροφο να του το 'μολογάη, Όταν τον συνεπαίρνη αυτό κ' έτσι να του περνάη· Κ' αν τα πλατειά του κάποτε δακρύζουν βλέφαρά του, Όχι, δεν ξεθυμαίνουνε τα στήθηα κ' η καρδιά του, Ιδέτε τον, δεν κάθεται, μέσατα δένδρα 'μπήκε·ένα 'ποκάτω έσκυψε, κάτιαυτό θα βρήκε· Ακόμα δεν σηκώθηκε· ιδέτε τον,....τι κάνει; Μη το μακρύ του χύθηκε του δόλιου κομπολόγι; Μήνα παράδες τώπεσαν; μην' τώπεσε λιβάνι; Τον βλέπω...να σφογγίζεται κι' ακούω μοιρολόγι.

Μπορεί να κάμω ως μισήν ώρα, του είπεν ο καπετάν Γεωργάκης· περίμενέ με. Εβάδισε με κόπον, ίσως διότι ήτο αιμωδιασμένος από την καβάλλα. Είτα πάλιν εστράφη προς τον ημιονηλάτην: — Αλήθεια, ξέχασα· φέρε τη λειτουργία, το κηρί, και το λιβάνι, απάνω, στον πάτερ-Γερεμία. Ο άνθρωπος υπήκουσεν.

Του δίνει μάλιστα κάποια μελαγχολική χάρη· το κάνει σεβαστό κι αγαπημένο όπως το λιβάνι κ' η καταστροφή τα εικονίσματα. Καθένας που διαβαίνει από κοντά του, δεν πιστεύει πως πλησιάζει σε σπίτι παρά σε ναό. Και για τούτο σαν ακούση τ' άσεμνα ξεφωνητά, τα πρόστυχα τραγούδια και τα κρασόβολα γέλοια, φεύγει γοργά και με σταυροκοπήματα.