United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


» Μεςτο Βραχώρι πάλεψα. »'Σαυτό το Μακρυνόρο, » Μεςτο Λουτράκι 'σκόρπισα » Τους Τούρκους, 'ς το Κομπότι, »'Στήν Πέτα πήρα την πληγή » Εκείνη μου την πρώτη. »'Σ τη Σοροβίλλα πλήρωσαν » Οι Τούρκοι, πολύ φόρο

Καλά δα που τ' αποφασίσατε να με πάρετε και μένα απόψε σαυτό το χορό και να μου μακρύνετε λιγάκι τα φορέματά μου! Στάσου να σου κάμω το κτένισμα της Καίτης. Ο λ γ ί ν α. Σ' επήραν, γιατί ήταν η εορτή της φίλης σου. Λ έ λ α. Και ο χορός ήτον είδος bal d' enfants. Καϋμένη Έμμα! πόσον καιρόν θα περιμένης ακόμη για να αποφασισθή να βγης σωστά στον κόσμο.

Θωρείς εδά πως γλίγωρα θα δυναμώσης και θα βρης την υγειά σου και τα κάλλη σου, σαν και πρώτα; Η άρρωστη άκουε μένα αδύνατο καινιγματικό χαμόγελο, που η μάνα της το πήρε για χαρά. — Ναι, μάνα μου, είπε, έτσα θα γενή. Αλλά θαρρώ πως καλλίτερο θάτονε να γενή κειονέ που φάνηκε στόνειρο. — Πώς; — Να πετάξω και να μη γυρίσω. Είντα να κάνω σαυτό τον κόσμο; Δε λένε πως είνε καλλίτερος ο άλλος;

Πετάτε στις ρημιές και στα δάση! Εκεί θα βρήτε φαΐ και ραχάτι. Αυτού που τρυγυρνάτε ραχάτι δεν έχει. Θα τσουρουφλιστούν τα φτερά σας. Μακριά, στη ρημιά, στα ψοφίμια, όξω, όξω! Είταν Αύγουστος τώρα. Είχαμε άλλον ένα μήνα διακοπές, κ' ήρθαμε να τις περάσουμε σαυτό το καλύβι, που κάθουμαι τώρα ολομόναχος και σου γράφω.

Ως τόσο εξακολούθησε την εργασία του, αλλά και δεν έπαψε να παρακολουθή την άρρωστη και συνάμα να σκέπτεται τήθελε να πάη σαυτό το μέρος. Έπειτα την είδε να σηκωθή από την πέτρα που καθότανε κεμάντευε από μια κίνηση του χεριού της ότι έκλαιε.

Έπειτα, για να με πείση περισσότερο, είπε: με το δικό μας νόμο όλα τα κορίτσια παντρεύονται. Όλες ζουν σύμφωνα με τη φύσι, όλες έχουν το δικό τους, την προίκα που τους δίδει ο άντρας, όλες έχουν παιδιά, έχουν κάποιον ν' αγαπούν... Κ ώ σ τ α ς. Να σου πω, Μαρία, σαυτό συμφωνώ και εγώ. Η Τούρκισσά σου έχει πληρέστατα δίκηο. Βεβαίως Τούρκοι και Τούρκισσες είναι ποιό ευτυχισμένοι από μας. Μ α ρ ί α.

Σαυτό πια δεν είπε τίποτις ο Αγάς. Σηκώθηκε, τον αγκάλιασε, και πρόσταξε να φέρουν τα νταβούλια. Ύστερ' από λίγη ώρα, ξεκούφαιναν το χωριό νταβούλια και πιστολιές. Είταν το &σουννέτι του Μπραΐμη&. Το τι έγεινε στο έρμο το σπιτικό του Ηλία σαν έμαθαν οι γονιοί του πως τούρκεψε το παιδί τους, και παίρνει του Χασάνη την κόρη, είναι άλλη λυπητερή και μακρινή ιστορία.

Αφού δεν ήξερε γράμματα η φτωχή, πως θα το διάβαζε και σάλλον πώς να εμπιστευθή να της το διαβάση; Ως τόσο κάθησα κέγραψα ένα γράμμα. Σαυτό τη βεβαίωνα για την αγάπη μου και τη λύπη μου που δε την είδα να την αποχαιρετήσω όταν έφευγα. Αλλά και γιαυτό φοβόμουν μήπως πήγαινε κανείς να της πη ψέμματα πως έπαψα να την αγαπώ.

Σαυτό το μεταξύ κάτι μουρμούρισε το Βαγγελιό που δεν τάκουσα, αλλά μάντευσα ότι η ομιλία της ήτο δυσάρεστη. Έπειτα έτρεξε σε μια κουφοξυλιά, καταστόλιστη με τα δαντελωτά λευκά της άνθη. Κ' ενώ ψήλωνε, για να φτάξη το άνθος πούθελε να κόψη, έλεγε: — Τούτονέ θα βάλω στη μέση τση ροδαράς μου και γύρου γύρου τάλλα σειρές.

Από το χάδι, πούδιδε σαυτό τόνομα, θα καταλάβαινα πως δεν της ήτον αδιάφορος κιότι η αγάπη της για μένα ήτο παιγνίδι. Κοντά στους άλλους άρχισε να με πειράζη κιαυτός ο Γιάννης· κιόταν με συναντούσε μούλεγε: — Γιάε, μωρέ, άντρας, και θέλει και γυναίκα! — Ντα δε θα μεγαλώσω κεγώ; τούπα μια μέρα απειλητικά. — Ώστε να μεγαλώσης εσύ, θα το πάρω 'γώ το Βαγγελιό.