United States or China ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θελα 'ειπής, μου λες, ακόμα; Αμ σε πιάνωΚι' όλο τρίμματα σε κάνω, Α σ χ η μ ά δ α Φεύγα να μη σε ιδώ· φεύγα απομπρός μου. Ω μούτρο φοβερό, σκιάχτρο του κόσμου, Πια μάνα ήταν αυτή, και πιος πατέρας, Που σ' έκαμαν να βγης σε φως ημέρας. Τόσο πολύ κακό τόσο ψηγάδι, Να βρίσκεται ποτέ σ' όλον τον άδη! Να ίδε, ή θα ιδή τέρας κανένα Ο ήλιος πουθενά, ωσάν κι' εσένα!

Πάμ' εδώ κοντά στον τοίχο, πούνε και σκιά κομμάτι, κύτταξε με το 'να μάτι και χωρίς πολύ ν' αργής, σάξου πάλι σαν γυναίκα, όπως ήσουν πριν να βγης. Αλλά να κ' η Στρατηγίνα από εκεί κοντοζυγώνει. Κάνε γρήγορα και βγάλε τα μαλλιά απ' το σαγόνι. Να και τούτες ήσαν έτσι, με φορέματ' ανδρικά, μα τ' αλλάξανε το σχήμα και γίνηκαν θηλυκά.

Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Πριν μάθουμε, — ΚΡΕΟΥΣΑ Ποιά είδησι λοιπόν να μάθω πρέπει; Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Αν ίσως και ο άνδρας σου θα μοιρασθή μαζύ σου τη λύπη, ή μονάχα εσύ θα βγης δυστυχισμένη. ΧΟΡΟΣ Σε κείνον έδωκε παιδί, ω γέροντα, ο Λοξίας, κ' είνε μονάχος του ευτυχής χωρίς κι' αυτή να ήνε. ΚΡΕΟΥΣΑ Αυτά που είπες φθάνουνε να βαρειαναστενάζω για το μεγάλο το κακό.

Εδεήθηκα τον μέγαν Καισάγιαν να λάβη έλεος, διά εσένα· μα, με όλην την δύναμιν που έχει μη στοχάζεσαι πως ημπορεί να σε βοηθήση και να σε βγάλη από το βάθος της αβύσου που είσαι, αν από το μέρος σου δεν ήθελες κάμει δυναστείαν διά να βγης. Ο Δερβύσης, μιλώντας έτσι, εστοχάσθη την βασιλοπούλαν που άρχισε να κλαίη· τόσον φόβον της έκαμαν τα λόγια του.

Σηκώνεται αμέσως ο Τριστάνος, με το γυαλιστερό σπαθί στο χέρι: «Άναντρε, φωνάζει, ο κακός θάνατος θε ναύρη κείνον π' αφίνει τον κύριο για να χτυπήση το άλογο. Δε θα βγης ζωντανός απ' αυτό το λειβάδι. — Μου φαίνεται πώς δε λέτε αλήθεια! απάντησε ο Ριόλ, σπρώχνοντας κατ' απάνω του το άτι.

Κάτι άκουσα, κ' έννοια σου. Περμ. Και πότες βγήκες εσύ ψεύτρα να βγης και τώρα! Πιπ. Άμε στο καλό, καημένη! Κάθεσαι τώρα και συλλογιέσαι ποιος τάννοιωσε και ποιος δεν τάννοιωσε, και δε συλλογιέσαι πως γίνεται μεγάλος γάμος στη γειτονιά. Κ' έχουμε να δούμε δουλειές και δουλειές! Όπου κι αν είνε αρχινάει το στολίδι της νύφης. Περμ.

Κάθισε, και πίνοντας τον καφέ του, του αποξήγησε τη δουλειά, ο Πανάγος, άκρες μέσες, μιλώντας του χαμηλόφωνα πάντα. — Πιάστηκα στα βρόχια της, ξαναείπε, τι τα θες. Α βγης έξω και πης του ήλιου πως δεν καψώνει, πες μου και μένα πως η καρδιά μου είναι πέτρα ομπρός στην ομορφιά της. — Μωρέ τι πέτρα και τι ξεπέτρα, που ο κόσμος σ' έχει κιόλας αρρεβωνιασμένο, κι ακόμα πιώτερο.

Αυτά 'πε και ο Αντίνοος βαρύτερα εχολώθη, και άγρια κυττώντας είπε του με λόγια πτερωμένα• «Αχ! τώρα πλέον άβλαπτος μέσ' απ' το μέγαρό μας, 460 καθώς πιστεύω, δεν θα βγης, αφού και μας υβρίζεις».