United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τους επανακάμπτοντας εις τας εστίας στρατούς των Σταυροφόρων παρηκολούθησαν απειράριθμα πλήθη ποντικών, ιδρυσάντων νέαν εν Ευρώπη δυναστείαν, καταλυθείσαν ήτοι φαγωθείσαν μετά δύο αιώνας υπό των και πάλιν εκ της Βαλτικής επελθόντων. Αλλ' ανιαρόν θα ήτο να παρακολουθήσω κατά χρονολογικήν σειράν πάσας ταύτας τας επιδρομάς και αλληλοφαγίας.

Αυτή με κανέναν τρόπον δεν ήθελε να τον υπακούση και ήτον έτοιμη να υποφέρη κάθε λογής παίδευσιν, παρά να κλίνη εις την όρεξίν του· όθεν ο Καπετάνιος μην υποφέροντας την εναντίωσίν της, ηθέλησε τέλος πάντων με δυναστείαν να την καταπείση.

Έλαβε λοιπόν την βασιλείαν ο Γύγης και εκραταίωσε την δυναστείαν του διά του μαντείου των Δελφών. Καθότι, επειδή πολλοί Λυδοί αγανακτήσαντες διά τον φόνον του Κανδαύλου έλαβον τα όπλα, οι οπαδοί του Γύγου συνεβιβάσθησαν μετά των λοιπών Λυδών ώστε, εάν μεν το χρηστήριον ανεγνώριζεν αυτόν ως βασιλέα της Λυδίας, να βασιλεύση, εν εναντία δε περιπτώσει να αποδώση οπίσω την αρχήν εις τους Ηρακλείδας.

Τώρα που ήκουσες, ω βασίλισσά μου, τα δικαιολογήματά μου, ημπορείς να ξεθυμάνης εναντίον εις ένα τολμηρόν, ο οποίος επρόστρεξεν εις την δυναστείαν διά να σε απολαύση· μα στοχάσου, σε παρακαλώ πρώτον, ότι ετούτος ο τολμηρός πως είναι ο βασιλεύς του Αστραχάν, ο οποίος δεν έλειψε που να σε γυρεύση του βασιλέως πατρός σου διά γυναίκα του, και δεν εισακούσθη.

Ο εξωτικός Δαλήκ βλέποντας αυτό το πράγμα και την δυναστείαν, εστοχάζετο ότι του έκαναν εις περιγέλοιον και διά να περιπαίξουν το γήρας του και την ασχημάδα του· και εις τον εαυτόν του έλεγε· ποίος ήθελε ποτέ το πιστεύση, ότι ένας Εξωτικός θα έλθη εις τέτοιαν κατάστασιν και να γίνη το περίγελο των απογόνων του Αδάμ; Α τούτο μου είνε πλέον σκληρότερον βάσανον από τα όσα έως τώρα επέρασα.

Θάνατος·ύπνος·ύπνος! α! και όνειρα μήπως! εδώ είναι ο κόμπος· επειδή κειτου θανάτου τον ύπνον ποιας λογής όνειρα θα 'λθουν, άμα του κόσμου τούτου αποτινάξωμε την ζάλην, τούτο εξ ανάγκης μας κρατεί, τούτ' είναι η σκέψις, 'πού σέρνει τόσο την ζωήν της δυστυχίας . Ότι ποιος θα δεχόνταν του καιρού τους τόσους περιπαιγμούς και ραβδισμούς, την δυναστείαν του αδικητού, την ύβριν των υπερηφάνων, την οδύνην αγάπης καταφρονημένης, την άργητα του νόμου , τον αυθάδη τρόπον της εξουσίας, και όσους λακτισμούς η αξία η υπομονητική λαμβάνει απ' τον αχρείον, εάν μ' ένα μαχαίρι μόνος του ημπορούσε ν' απελευθερωθή; ποιος ήθελε απ' το βάρος μιας άχαρης ζωής να ιδρόνη, να στενάζη; μόνος ο τρόμος μήπως κάτ' υπάρχει πέραν του τάφου, — ο τόπος ο ανεύρετος, απ' όπου ποτέ κανείς ταξειδιώτης δεν γυρίζει, — την θέλησιν στενοχωρεί, και αυτό βιάζει τον άνθρωπον να μένητα δεινά, 'πού πάσχει, παρά να δράμηάλλ' αγνώριστά του πάθη.

Εδεήθηκα τον μέγαν Καισάγιαν να λάβη έλεος, διά εσένα· μα, με όλην την δύναμιν που έχει μη στοχάζεσαι πως ημπορεί να σε βοηθήση και να σε βγάλη από το βάθος της αβύσου που είσαι, αν από το μέρος σου δεν ήθελες κάμει δυναστείαν διά να βγης. Ο Δερβύσης, μιλώντας έτσι, εστοχάσθη την βασιλοπούλαν που άρχισε να κλαίη· τόσον φόβον της έκαμαν τα λόγια του.