United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το παραδοξότερον δε είνε ακόμη, ότι και αι γνώσεις ημών όχι μόνον αι μεν γίνονται αι δε χάνονται και ποτέ δεν είμεθα οι ίδιοι ουδέ κατά τας γνώσεις, αλλά και καθεμία από τας γνώσεις πάσχει το αυτό.

Και λοιπόν όστις μεν υπομένει και φοβείται όσα πρέπει και διότι πρέπει και καθώς πρέπει και όταν πρέπη, καθώς και όστις έχει θάρρος αναλόγως, είναι ανδρείος, — διότι ο ανδρείος πάσχει και ενεργεί όσον αξίζει και όσον είναι λογικόν. Σκοπός δε πάσης ενεργείας είναι ό,τι συμφωνεί με την αποκτηθείσαν συνήθειαν. Αλλά και η ανδρεία εις τον ανδρείον είναι καλόν.

Ταύτα δε φανερώς συμβαίνουσι κατά τούτον τον τρόπον. 7. Ότι δε τα αισθητήρια ταχέως αισθάνονται τας ελαχίστας διαφοράς αποδεικνύει το συμβαίνον εις τα κάτοπτρα, περί του οποίου, εάν επιστήση τις την προσοχήν, δύναται να σκεφθή και να λύση την απορίαν. Συγχρόνως δε εκ τούτου γίνεται φανερόν, ότι η όψις, καθώς πάσχει τι, ούτω και ενεργεί τι.

Διότι, εάν μέλλη να διατηρήται, ου μόνον πρέπει να αισθάνηται, όταν εγγίζη τι, αλλά και μακρόθεν πρέπει να αισθάνηται. Τούτο δε συμβαίνει, εάν διά τινος μεσολαβούντος σώματος δύναται να αισθάνηται. Διότι εκείνο μεν το διάμεσον πάσχει και κινείται υπό του αισθητού αντικειμένου, το δε αισθητήριον υπό του διαμέσου.

Ο Μουζαφέρ και ο υιός του αποκρίθηκαν· μην τον πιστεύης αυθέντη, διότι είνε ένας κακός άνθρωπος και ψεύτης, και με αυτές τες ψευτιές πάσχει να μας γελάση.

Ο Ορέστης, καταδιωκόμενος υπό των αγρίων τούτων και αιμοχαρών τιμωρών, πάσχει ως θύμα και ως παίγνιον των Ευμενίδων, ουχί ως ήθελε πάσχει εγκληματίας τις των καθ' ημάς χρόνων, βασανιζόμενος υπό των τύψεων της συνειδήσεως.

Ο Ορέστης ούτος του Ευριπίδου πάσχει τας φρένας, ο θεατής βλέπει εν αυτώ μανίαν αληθή, τα δε φάσματα, άτινα φιλόσοφος ποιητής παρεισάγει εν τω θεάτρω αυτού, ουδαμώς αντιβαίνουσιν εις της επιστήμης τους ορισμούς· είναι φάσματα υποκειμενικά, πλάσματα νοσούσης φαντασίας.

Ο καπετάν Λαχτάρας βλέπει γύρω τις στεριές να πισωδρομούν σκοτεινά σύγνεφα στη βία του βοριά· βλέπει το κύμα να τον καβαλά· βλέπει απάνω σπαθί ακονισμένο τ' ολοφούσκωτο πανί, πνίγεται και μανίζει από την απελπισία και τον εφιάλτη. Τι θα γίνη; πού τον στέλνει σφιχτοδεμένον έτσι ο μισητός σύντροφος; Πάσχει να λύση τα σχοινιά, θέλει να φωνάξη· μα είνε ανίκανος. Φυσά και βράζει μέσα του η κόλασις.

Αφού μάλιστα και το εξής ημπορεί κανείς να διαφιλονικήση, άραγε όστις πάσχει την αδικίαν πάντοτε αδικείται, ή ό,τι συμβαίνει εις την εκτέλεσιν το ίδιον συμβαίνει και εις την πάθησιν; Δηλαδή είναι ενδεχόμενον και εις τα δύο να απολαμβάνωμεν το δίκαιόν μας κατά σύμπτωσιν. Και βεβαίως είναι προφανές ότι το ίδιον συμβαίνει και εις τα άδικα.

Εν τούτοις ο Αμλέτος δεν αποφασίζει να επανέλθη εις τον μισητόν κύκλον, όπου είναι υποχρεωμένος να ενεργήση· μένει ακόμη απομονωμένος, αγρυπνεί, νηστεύει, τήκεται, πάσχει αδυναμίαν ηθικήν, βυθίζεται εις την μελαγχολίαν. Εις την στιγμήν μεγάλης βαρυθυμίας νέα λύπη έρχεται να πληγώση την καρδίαν του.