United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πίσω του ο Καρακαχπές αναμαλλιάρης κ' εκείνος ρίχνεται στα βήματά του: φεύγα! του λέγει με το αλύχτημα ξεσχίζει του την βράκα με τα δόντια του. Εχθρός έγινε τόρα ο υποταχτικός και ο σύντροφος! Και βλέποντάς τον έτσι ο καπετάν Λαχτάρας παίρνει το αλύχτημα για φωνή του βλάμη του, γνωρίζει στη λάμψι των ματιών την αγριόθυμη φλόγα του Τρακάδα. Και φεύγει ακόμη με γόνατα παραλυμένα· με κομμένη φωνή.

Εδώ έζησα, εδώ θα πεθάνω. — Μα δε λαχταράς μαθέ και συ τον ήλιον εκείνον καμιά φορά, δε θυμάσαι τον τόπο σου, τις ομορφιές του; — Άκου με, αφεντικό· αυτά όλα είνε καλά, μα παράς δε βγαίνει· εδώ πέρα και ναρρωστήσω, έχει νοσοκομείο. — Όχι, όχι, να μην πεθάνης εδώ· στην πατρίδα σου να πας, ναναπαυτής κοντά στους δικούς σου. — Κι αμέ τη γριά μου; τι να την κάμω; — Μαζί και κείνη.

Και ανάμεσα στα πόδια του λουφασμένος ο Καρακαχπές, μαυρομάλλης και φουντοουραδάτος, κυτάζει κατάματα σαν να τον ερωτά την αιτία των συλλογισμών, σαν να του υπόσχεται πως όλοι αν τον αρνηθούν αυτός θα μείνη πάντα πιστός του υποταχτικός και φύλακας ως τον τάφο του. Έτσι το συνηθίζει να κάθεται μόνος εκεί στη μαύρη πέτρα, με τη φωτιά δίπλα και στα πόδια τον σκύλο του κάθε νύχτα ο καπετάν Λαχτάρας.

Μα γρήγορααργά θα λυώσουν μιαν ημέρα τα χιόνια στα βουνά, θα κατεβάση το ρέμα κλωθογύριστο και θα συνεπάρη στον θυμό του και τη φτελιά τη γειτόνισσα. Τι σου φταίη ο πόταμος; Έτσι φροντίζει να δικαιολογηθή στην ταραγμένη συνείδησί του ο καπετάν Λαχτάρας. Μα δεν την ησυχάζει καθόλου. Δεν την ησυχάζει γιατί και ο Τρακάδας δεν ησυχάζει στον τάφο του.

Ο καπετάν Λαχτάρας βλέπει γύρω τις στεριές να πισωδρομούν σκοτεινά σύγνεφα στη βία του βοριά· βλέπει το κύμα να τον καβαλά· βλέπει απάνω σπαθί ακονισμένο τ' ολοφούσκωτο πανί, πνίγεται και μανίζει από την απελπισία και τον εφιάλτη. Τι θα γίνη; πού τον στέλνει σφιχτοδεμένον έτσι ο μισητός σύντροφος; Πάσχει να λύση τα σχοινιά, θέλει να φωνάξη· μα είνε ανίκανος. Φυσά και βράζει μέσα του η κόλασις.

Αιώνες δεν απόστασες να γέρνης σαν το νωθρό το βόδι στο ζυγό, να σου θερίζουν άλλοι ό τι εσύ σπέρνεις, αργούς να τρέφης στάζοντας ιδρό; Να χύνης αίμα αυτούς για να πλουταίνης, να τους υψώνης σκύβοντας στη γη, και συ να λαχταράς, να μη χορταίνης και το πικρό σου, το ξερό ψωμί

Πατρίδα τους το κάθε νησί της Άσπρης θάλασσας· το κάθε πόρτο του Μωριά και της Ρούμελης, θρησκεία τους το κούρσεμα· λατρεία το μυστικό· αρχηγός ο καπετάν Λαχτάρας, φοβερός στη δύναμι, μέγας στην τόλμη, θαυμαστός στα σχέδια, δράκος αχόρταγος στην κλεψιά και το αίμα.

Κοιτάξτε, πώς ο Πρόμαχος σφαμένος σάς κοιμάται, που τ' αδερφού μου αξώφλητος καιρό δα να μη μένει ο σκοτωμός εδώ. Για αφτό και συγγενή ν' αφίσει πίσω περικαλάει κανείς, λαχτάρας ξεχρεώστη485 Έτσι είπε, και τους Αχαιούς σκυλιάζει η παινεσά του, μα απ' όλους πιότερο η χολή ταράχτη του Πηνέλα κι' όρμησε εφτύς απάνου του.

Κι ο νέος άντρας πάλι πιο γλήγορα ψυχραίνεται όσο βλέπει να μαραίνεται το ρόδο της λαχτάρας του και βλέπει γύρω του νανθούν οι κάμποι της ζωής και τα γλυκά λουλούδια να χαιρετούν τις πλάνες πεταλούδες. . . Όταν, το μεσημέρι, κατέβαινε ο Νίκος απ’ τον τροχιόδρομο στη στάση της Γαργαρέτας κ’ έπαιρνε τους ανηφορικούς δρόμους να πάη σπίτι του, ψηλά, κάτω απ’ το λόφο του Φιλοπάππου, γύριζαν και τον κύτταζαν τα κορίτσια στις πόρτες, που περίμεναν τους άντρες του σπιτιού ναρθούν απ’ τη δουλειά να φαν ψωμί.

Ο πόλεμος του κόσμου ας μου φωνάζη «ξύπνα και τρέχα όπου πλούτος κι' όπου λιμός πολύς, εις εορτάς γελώτων και εις δακρύων δείπνα με κλάδον κυπαρίσσου, με κλήμα σταφυλήςΌταν σε ρυτιδώση του γήρατος το νέφος, όταν δεν θα χωνεύης ευκόλως τα καρότα, θα λαχταράς να είσαι μιας ημέρας βρέφος και να θρηνής ακόμη 'στά σπάργανα τα πρώτα.