Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
Έλα, χρυσό μου έλα!..» Κ' εκείνο το άπραγο, λέγεις εμαγνητιζόταν στην όψι της άρχισε να τριζοβολή έτοιμο ν' αφίση την κλίνη του. Ολόγυρα οι καλεσμένοι, ο καπετάν Μαλάμος φρεσκοξουρισμένος, γελαστός, με την τσοχίνη βράκα και το πλατύ ζωνάρι· δίπλα του η καπετάνισα ντυμένη στα μεταξωτά άστραφταν και οι δυο τους σαν να έκαναν πάλι τους γάμους τους.
Εξηνταπεντάρης, ψηλός, λιγνός, λιγυστός, με μουστάκι ξανθόασπρο, κομμένο στης άκρες, χωρίς γένεια, με βράκα συμμαζεμένη που κατέβαινε ως το γόνατο και άφηνε γυμνές της λιπόσαρκες κνήμες του, ζωσμένος σφιχτά με ζώνη μάλλινη, σχεδόν πάντα ξεμανίκωτος και στην κεφαλή μ' ένα φέσι μεγάλο, τσακισμένο πίσω με μακρυά φούντα και δεμένο με μαντήλι χρωματιστό, κεντημένο γύρω γύρω με μπιμπίλες σαν γυναίκα.
Πίσω του ο Καρακαχπές αναμαλλιάρης κ' εκείνος ρίχνεται στα βήματά του: φεύγα! του λέγει με το αλύχτημα ξεσχίζει του την βράκα με τα δόντια του. Εχθρός έγινε τόρα ο υποταχτικός και ο σύντροφος! Και βλέποντάς τον έτσι ο καπετάν Λαχτάρας παίρνει το αλύχτημα για φωνή του βλάμη του, γνωρίζει στη λάμψι των ματιών την αγριόθυμη φλόγα του Τρακάδα. Και φεύγει ακόμη με γόνατα παραλυμένα· με κομμένη φωνή.
Αν έβλεπε κανένα μαραγκόν του ταρσανά στολισμένον, με γαλάζια γιαλιστερή βράκα, με το φέσι κατακόκκινο, και μακριά φούντα, έλεγε: «Κόρδα και φούντα, και τάσπρα, πούν' τα;» Αν επερνούσε καμμιά νειόνυφη, με ολόχρυσα κεντήματα και ποδογύρια, που η κορμοστασιά της δεν της εφαίνοταν τόσο νόστιμη: «Τι τέμπλα, τι ανέμη, θα 'πω; κουρμαντέλα, να μην αβασκαθή, το κορμί της!..»
— Είδες τονε, είδες τονε; — Είδα τονε. — Κ' ίντα φορούσε; — Άσπρη βράκα, άσπρη βράκα. — Κι' ακόμα δεν την έβαψε;!... Ο Πέτρος Σαντορινιός ο θερμαστής, περνώντας καταϊδρωμένος από τη μηχανή στην πλώρη, έρριξεν αδιάφορα τάχα τα λόγια του σε μερικούς ναύτες που έρραφταν καθισμένοι κατάχαμα ένα πανί.
Αλλ' εκείνος ερρουφούσε μακάριος το τσιμπούκι με τον κεχριμπαρένιο λουλά, με τη φέσα ορθή στο κεφάλι, με την βράκα χυμένη λόξες περίγυρα στο κεντητό πεύκι, λέγεις και αναπαυόταν απάνω στα πλούτη του. Δεν έδινε πεντάρα για τις κουβέντες των φτωχών και των δυστυχισμένων αυτός. Ήθελε να είνε σκληρός και άπονος. Μόνον το εγώ του εγνώριζε.
Την άλλην ημέραν εγκαθιδρύθη εν τω Παγκαρίω του ναού ως εν θρόνω, με την φέσαν του την υψηλήν ως επάνω, και με την βράκα του την βολτιασμένην και γυαλιστερήν ως από μουσελίνην. Έβαλεν αμέσως τάξιν εις τον ναόν. — Δεν μου λες πως ήσουν καμωμένος για Πίτροπος! Τω έλεγεν ο κ. δήμαρχος. — Εγώ πηγαίνω σύμφωνα με την εκκλησίαν, απήντα ο κυρ-Μανωλάκης χαρούμενος. Δεν πρέπει να ζητή κανείς την αρχήν.
Εμυρίστηκε τον κίνδυνο κ' έδραμε να του αντιταχθή στηθάτα όπως ο ταύρος στον ταυρομάχο. Άστραψε το βλέμμα του κ' εφρύαξεν η ψυχή του. Ξεφέσωττος, με τα μαλλιά πίσω ριγμένα, τη βράκα ζωσμένη στη μέση, άρπαζε με στιβαρή χούφτα το δοιάκι από το χέρι του γραμματικού κ' εφάνηκε στο κάσαρο θεός θαλασσοδαμαστής. — Κάτω τους κούντρους!... Στίγγα τη μπούμα!... προστάζει αγριόθυμος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν