United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και στην Αφρική λοιπόν παραβρέθηκε ο νέος ο Κωσταντίνος και στην Παλαιστίνη. Και σα στεκότανε δεξά του Διοκλητιανού, τον τηρούσε ο κόσμος και θάμαζε την παλικαρήσια κορμοστασιά του, την ώρια του όψη και τη βασιλική του μεγαλοφροσύνη.

Εάν η γλώσσα του νέου έσφαλλεν, η νεότης του όμως και η κορμοστασιά του, η οποία υψούτο ενώπιον της πλήρης ζωής και δυνάμεως, ήσαν ικανά να του συγχωρήσουν κάθε σφάλμα εις τα μάτια μιας γυναίκας, η οποία γνωρίζει τον άνδρα. Δι' αυτήν ο Μανώλης, με όλα τα σφάλματα της απειρίας και της απροσεξίας του, ήτο το ιδεώδες του ανδρός.

Δεν είχε διακρίνει καλά το πρόσωπο του νέου που ήρθε από τόπο μακρινό, αλλά πρόσεξε την ψηλή του κορμοστασιά και τα πυκνά μαλλιά του που χρύσιζαν σαν τη φλόγα. Και ένοιωθε ήδη κάτι σαν ζήλια επειδή η Νατόλια, η υπηρέτρια του παπά, χώθηκε μέσα στο καλύβι των Πιντόρ και μιλούσε μαζί του. Τι ξεδιάντροπη που ήταν η Νατόλια!

Οι δύο καθηγητές κι ο Αριστόδημος γύρισαν κ' είδαν τον Αλαμάνο. Είχε αφημένη τη μελέτη του και κύτταζε το Δημητράκη με περιέργεια. Από την ώρα που φάνηκε στο κατώφλι ο νέος του έκαμε εντύπωση. Είχε γερή κορμοστασιά και ολανθισμένα νιάτα. Τα μαύρα του μαλλιά έπεφταν άταχτα στον τράχηλό του σαν φλέβες στο μάρμαρο· τα μάτια του ήταν γεμάτα τόλμη και απόφαση.

Μαννούλα, έλα πίσω! δε μ' ακούς! έλα πίσω, μαννούλα!.. ξαναφώναξε δυνατώτερα. Και σύγκαιρα έτρεξε στην πόρτα, την άνοιξε να κατεβή για να την καλοδεχτή. Στο κατώφλι όμως στάθηκε αποσβολωμένος. Η κορμοστασιά της μάννας του είχε γίνη θεόρατη· στη γη τα πόδια της και το κεφάλι στον ουρανό. Κι ανάμεσα στα χυτά μαλλιά της σιγοτρέμανε τ' αστέρια.

Ο ήσκιος φίλησε μ' ευλάβεια τον πεσμένο κορμό· έπειτα σηκώθηκε βιαστικά, γύρισε τα μάτια ολόγυρα και κούνησε αργά το κεφάλι σα νάκλαιγε την τόση καταστροφή. — Μάννα! φώναξε δυνατά ο Αριστόδημος, απλώνοντας τα χέρια. Ήταν ίδια η κυρά Πανώρια· η κορμοστασιά, το μέτωπο, το βλέμμα εφανέρωναν πως ήταν εκείνη. Δεν έδωκε όμως απάντηση στη φωνή του γιου της. Ούτ' έδειξε πως τον άκουσε.

Σε τέτοιο σώμα, βέβαια, κατοικεί αθάνατη ψυχή. — Κυττάξτε, φεύγουν είπε ο Γκενεβέζος με θλίψη. Η Ελπίδα ήταν κατεβασμένη από τον ώμο του Δημητράκη και βάδιζε μπροστά, κρατώντας ένα κλαρί ολανθισμένης λεμονιάς. Εβάδιζε γελαστή και ζωηρή, σα να είχε κυριέψη τον κόσμο. Η καλοδέματη κορμοστασιά της εφούμιζε το διάστημα, σαν τόνος απαραίτητος στη ζωγραφιά.

Αν έβλεπε κανένα μαραγκόν του ταρσανά στολισμένον, με γαλάζια γιαλιστερή βράκα, με το φέσι κατακόκκινο, και μακριά φούντα, έλεγε: «Κόρδα και φούντα, και τάσπρα, πούν' ταΑν επερνούσε καμμιά νειόνυφη, με ολόχρυσα κεντήματα και ποδογύρια, που η κορμοστασιά της δεν της εφαίνοταν τόσο νόστιμη: «Τι τέμπλα, τι ανέμη, θα 'πω; κουρμαντέλα, να μην αβασκαθή, το κορμί της!..»

Αλλ' ο Μπαρμπαγιώργης ο ναύκληρος έτρεξε στη μέση, έσπρωξε τον έναν αποδώ, έρριξε τον άλλον αποκεί και ορθός ανάμεσά τους, με την θαυμαστή απάθεια στο πρόσωπο, τη γιγάντια κορμοστασιά, το αυστηρό βλέμμα του εδέσποσεν εκεί, σαν θαλασσογέννητος θεός που κατασιγάζει των ανθρώπων τα πάθη όπως και τις τρικυμίες. — Ε, ντραπήτε και μια στάλα, ρε παιδιά· είπε με την τρανταχτή φωνή του.

Λέγε άλλων καύχησες και μη μου τις ζηλεύης. ΧΟΡΟΣ Εύχομαι σε καλό να βγούν, ω πρόμαχοι των εστιών μας, και κείνοι ας βλαστημούν° κι όπως περήφανα καυχιούνται με μανιωμένα φρένα, έτσ’ ας τους δη κι ο Δίας ο εκδικητής με βλέμματα ωργισμένα. ΑΓΓΕΛΟΣ Τέταρτος τις γειτονικές κρατόντας πύλες της Όγκας Αθηνάς, με αντάρα στέκει εμπρός των του Ιππομέδοντα η κορμοστασιά η μεγάλη.