United States or San Marino ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι μεν είχον κλίνει την κεφαλήν επί του ώμου ή χαμηλότερον επί του στήθους, ως εάν είχον καταληφθή από ύπνον, άλλοι εφαίνοντο σκεπτικοί, άλλοι τέλος, με τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν, εκίνουν ελαφρώς τα χείλη. Μεταξύ των εσταυρωμένων ήτο και ο Κρίσπος, του οποίου ο σταυρός υψούτο απέναντι του αυτοκρατορικού θώκου.

Εάν η γλώσσα του νέου έσφαλλεν, η νεότης του όμως και η κορμοστασιά του, η οποία υψούτο ενώπιον της πλήρης ζωής και δυνάμεως, ήσαν ικανά να του συγχωρήσουν κάθε σφάλμα εις τα μάτια μιας γυναίκας, η οποία γνωρίζει τον άνδρα. Δι' αυτήν ο Μανώλης, με όλα τα σφάλματα της απειρίας και της απροσεξίας του, ήτο το ιδεώδες του ανδρός.

Το βουνόν της Καβαλαράς υψούτο κάθετον και όχι εις μακράν απόστασιν και επί της κορυφής του διεκρίνετο το μικρόν σπίτι του Ντέρνε, ενός Τούρκου ο οποίος του είχε κάμη ιδιαιτέραν εντύπωσιν διά το κωνοειδές καβούκι το οποίον έφερεν επί κεφαλής, επειδή είχε κάποιον θρησκευτικόν αξίωμα, σχετικόν με την περιτομήν.

Περισώζεται εισέτι η οικοδομή, αλλά γυμνή και ετοιμόρροπος. Αι εικόνες, τα κοσμήματα, τα άμφια και τα ιερά σκεύη εσυλήθησαν ή κατεστράφησαν υπό των Τούρκων. Τότε όμως υψούτο χαριέντως ο ναΐσκος αναμέσον των δένδρων, τα πάντα δ' εντός αυτού ήσαν κόσμια και ευπρεπή. Η είσοδός του απετελείτο υπό νάρθηκος μικρού, ανοικτού έμπροσθεν.

Όπου πρώην υψούτο άγαλμα, είχεν εμπηχθή ξύλινος σταυρός, και όπου βωμός, μικροσκοπικόν εκκλησίδιον, στεγαζόμενον διά θόλου ομοιάζοντος πετρίνην φενάκην.

Από του ενός μέρους της μαύρης φάραγγος υψούτο κρημνώδες βουνόν, όπου παραπλανηθείσαι από την ημέραν αίγες τίνες, εκύλιον ήδη ογκώδεις λίθους, οίτινες εν ταραχώδει ορυμαγδώ κατέπιπτον προς το αχανές ρεύμα, προξενούντες φρίκην και εις τον πλέον ατρόμητον νυκτοπεριπατητήν.

Εσκεπτόμην, ίσως ήτο πρόσφορος η στιγμή να δοθή ένα τέλος. Δεν ήτο άλλος καταλληλότερός μου και αφού θα τα μάθη μια μέρα, γατί να μην τα μάθη τόρα ευθύς; — Πάμε μέσα, του είπα έξαφνα. Και διηυθύνθημεν προς το σπιτάκι του θυρωρού, όστις έλειπεν ευτυχώς. Εκεί πλησίον εις μίαν γωνίαν υψούτο μέγας σωρός κεράτων. — Η πραμάτεια, με είπε πάλιν γελών.

Από των δρυφάκτων της γυναικωνίτιδος, όπου θα ίστατο εν τη καλλιτέρα θέσει η σύζυγος του επιτρόπου, θα εθαύμαζεν ανέτως το θέαμα της λαμπαδηφορίας, απερίγραπτον φωτοχυσίαν, μυστηριωδεστέραν καθισταμένην υπό τον πυκνόν καπνόν του κηρού, όστις από των κάτω θα υψούτο προς την γυναικωνίτιδα ως φωτολαμπής νεφέλη.

Ο ουρανός με τάστρα του τα λαμπρά, κυαναυγής, αίθριος, κατήρχετο προς τα κάτω, προς τους ιστούς της σκούνας, μ' εφαίνετο, και προσκόπτων προς τας χρυσάς αυτών κορζέτας ωθείτο μετά δυνάμεως προς τάνω, κ' υψούτο πάλιν με τάστρα του, κυαναυγής αίθριος, με τάστρα του τα οποία έπαιζον έπαιζον, ως ανοιγοκλείονται ματάκια, χρυσά ματάκια, αργυρά ματάκια.

Μετά τετράωρον δρόμον εσταμάτησαν οι δραπέται, ίνα αναπαυθώσι πλησίον μικράς τίνος λίμνης, παρά το χείλος της οποίας υψούτο προτού γιγαντιαίον άγαλμα του Ιρμινσούλ.