United States or Qatar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σήμερα 'ςτά μεσοχώρια όλα αστράφτουνε Εμμορφάδες και στολίδια, κι' όλ' αντιλαλούν Από τα γλυκά τραγούδια που χορεύουνε. Ροβολούν τα παλληκάρια, λεβεντόπαιδα Μ' άρματ' αργυρά 'ςτή μέση και με χαϊμαλιά, Ροβολούν κ' η μαυρομμάταις, ρούσαις κ' έμμορφαις, Λυγεραίς σαν κυπαρίσσια, σαν μηλιαίς γλυκειαίς, Σαν Ξωθιαίς και σαν Νεράιδες, που λαμποκοπάν 'Στο λαχούρι, 'ςτό μετάξι και 'ςτό μάλαμμα.

Το πουλάκι εχόρευε γύρω εις το χαμόμηλον και εκελαδούσε και έλεγε: — Τι μαλακόν είναι το χορτάρι! και τι ωραίον το μικρόν τούτο άνθος με την χρυσήν του καρδίαν και τα αργυρά του φορέματα! Το χαμόμηλον ήτο καταευχαριστημένον· το πουλάκι το εφιλούσε, του εκελαδούσε, και έπειτα επέταξε πάλιν εις τον αέρα. Επέρασεν αρκετή ώρα διά να συνέλθη το χαμόμηλον.

Και πιο γλυκιά άξαφνα ολωνών τους ήρθε τότε η μάχη παρά να παν στην ποθητή πατρίδα με τα πλοία. Κι' ο γιος τ' Ατριά σηκώθηκε και πρόσταξε στα όπλα 15 τους άντρες, κι' έβαλε κι' αφτός το θαμπωτή χαλκό του. Έβαλε πρώτα τα γερά τουσλούκια στα καλάμια, πανώρια, πούταν μ' αργυρά θηλύκια αρμοδεμένα.

Και ευχαριστούντο γύρω-γύρω οι ναύται ακούοντες τα άσματα και προσβλέποντες ατενώς εις την εικόνα, κατάφορτον από των αναθημάτων, εν οις διέπρεπον αργυρά μικρά πλοιάρια, πλοιάρχων αφιερώματα. Κατά τας στιγμάς εκείνας ενόμιζες ότι η εικών προσελάμβανε θαυμασίαν τινά κίνησιν και ζωήν αιφνίδιον.

Το εκκλησίδιον ήτον ευπρεπέστατον, ωραία στολισμένον, και είχε καλάς εικόναςκαι μάλιστα την φερώνυμον, την γλυκείαν Παναγίαν την Πρέκλανσκαλιστόν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλεον και μανουάλια ορειχάλκινα, κανδύλια αργυρά. Έφερε πάντοτε ο ιδιοκτήτης μαζί του την βαρείαν υπερμεγέθη κλείδα της δρυίνης θύρας της στερεάς, και δεν έλειπε συχνά να επισκέπτεται την Παναγίαν του.

Έπειτα εις μερικάς ημέρας οι ναύται εξεφόρτωσαν τα μετάξια όλα και εφορτώσαμεν το καράβι από τους πολυτίμους θησαυρούς εκείνου του βασιλείου, ήγουν πολύν χρυσόν, πολυτίμους λίθους από πολυποίκιλα πετράδια και μαργαριτάρια και άλλα σκεύη χρυσά και αργυρά, όσα δηλαδή ηδύνατο να σηκώση το καράβι, τα δε επίλοιπα τα αφήσαμε διότι εάν ηθέλαμε να σηκώσωμε όλα τα πλούτη εκείνα, δεν έφθανον ούτε εκατόν καράβια.

Η Ελπίδα ορθή μπροστά της χτένιζε τ' αργυρά μαλλιά και τη χαμόβλεπε χωρίς να τολμάη να της χαλάση τους στοχασμούς. Έπειτα θέλησε ν' αλλάξη τα βρεμένα ρούχα της. Άνοιξε το τοιχαρμάρι κ' έβγαλε από μέσα χιονάτα ασπρόρρουχα. Μια δυνατή μυρουδιά λεβάντας σμιγμένης με αμάραντο αναδύθηκε και γέμισε το δωμάτιο σα ν' άναψε θυμιατήρι. Η κυρά Πανώρια ένοιωσε τη μυρουδιά και χαμογέλασε.

Δηλαδή, αν είχε τούτο το πλεονέκτημα, επειδή θα έδιδε πολλήν εξαγωγήν, θα εγέμιζε πάλιν απέναντι αυτής με νομίσματα αργυρά και χρυσά, από τα οποία μεγαλίτερον κακόν, διά να εκφρασθώ ούτω πώς, εις μίαν πόλιν κανέν απολύτως δεν ημπορεί να υπάρξη ως προς την απόκτησιν ευγενών και δικαίων ηθών, καθώς είπαμεν εις τους προηγουμένους λόγους, εάν ενθυμούμεθα.

Εξέβαλε ποτήρια χρυσά και αργυρά, και οι μεν υπηρέται τα εκαθάριζον, αυτός δε κατ' εκείνην την στιγμήν εξήλθε διά να συνομιλήση μετά του Κλεομένους του Αναξανδρίδου, βασιλέως της Σπάρτης, τον οποίον έπειτα έφερεν εις την κατοικίαν του. Όταν ο Κλεομένης είδε τα ποτήρια, εθαύμασε και εξεπλάγη.

Εις μίαν οπήν του κατωγείου, ανάμεσα εις τα πιθάρια τα μισογεμάτα και τα βαθέλια τ' αδειανά, ευρίσκετο, μία πλατεία και μακρά λωρίς μαύρης μανδήλας, όπου η γραία είχε δεμένα «σαν σκυλιά» εκατόν εβδομήντα τόσα αργυρά τάλληρα, άλλα κολωνάτα, άλλα ρηγίνες, και άλλα τουρκικά, όλα κλεμμένα από τα κέρδη του γέρου και τα προϊόντα των κτημάτων.