United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αμ' ο καπετάν Καφαντάρας που εμάζωξεν όλα τα Προδρομίτικα; Πιθάρια νάχη για τα λάδια! — Καλά στερνά! σου είπα. Και όμως, είπατε ό,τι θέλετε, ο Μπάρμπα Δήμας, αφότου ηγόρασε τα μοναστηριακά δεν είδε προκοπή. Ηκολούθησαν δι αυτόν έτη κατά σειράν αφορίας των ελαιών. Όχι μόνον τα μοναστηριακά δεν ευφόρησαν, αλλ' ουδέ τα ιδικά του, τα οποία ουδέποτε «ξεχνούσαν», ως έλεγε.

Ήτο αρχαία εικών και μεγάλη η Παναγία η Λημνιά με το μεγάλο πρόσωπο και τα μεγάλα μάτια, την οποίαν είχον φέρει εις την νήσον ως εφέστιον αυτών λατρείαν εκ της μεγάλης Λήμνου αποικήσαντες ποτέ λήμνιοι εις την μικράν νήσον. Τρία μεγάλα πιθάρια είχαν χωμένα οι επίτροποι ως τον λαιμόν εις το υπόγειον διά το προσφερόμενον λάδι της Παναγίας της Λημνιάς, της οποίας η κανδήλα ήτον ακοίμητος.

Τα πιθάρια μας γεμάτα, έλεγεν, αι αποθήκαι μας γεμάται, τα βαρέλια μας γεμάτα. Τι άλλο θέλεις; — Να γένης δήμαρχος! Ετόλμησε να είπη η κυρά-Μανωλάκαινα. Ο κυρ-Μανωλάκης εφόρεσε την καπίτσα μουρμουρίζων. Φαίνεται ότι ανεμνήσθη την μάγισσαν, η οποία του είπεν ότι εις το πεντηκοστόν έτος της ηλικίας του κάτι θα πάθη. Έρις λοιπόν και ταραχή.

Εις μίαν οπήν του κατωγείου, ανάμεσα εις τα πιθάρια τα μισογεμάτα και τα βαθέλια τ' αδειανά, ευρίσκετο, μία πλατεία και μακρά λωρίς μαύρης μανδήλας, όπου η γραία είχε δεμένα «σαν σκυλιά» εκατόν εβδομήντα τόσα αργυρά τάλληρα, άλλα κολωνάτα, άλλα ρηγίνες, και άλλα τουρκικά, όλα κλεμμένα από τα κέρδη του γέρου και τα προϊόντα των κτημάτων.

Και από τον ενθουσιασμόν του εφώναζε την νοικοκυράν του να φέρη κρασί, καρύδια, αμύγδαλα, ό,τι καλόν είχαν στα πιθάρια, Επειδή δε ήτο θησαυρός ανεκδότων, ενίοτε παρατόλμων, διηγήθη και το αρμόζον εις την προκειμένη περίστασιν. Κάποιος μια φορά, διά να σώση το γυιό του από κακές συναναστροφές, αποφάσισε να τον αναθρέψη μακράν από τους ανθρώπους σένα έρημο πύργο.

Αυτά όλα τόσο όμορφα τα εχόρεψε ο Δρύαντας και καθαρά, που ενόμιζαν ότι βλέπουν και τ' αμπέλια και το πατητήρι και τα πιθάρια και το Δρύαντα να πίνη στα σωστά.

Τι στέκουν χάμου στου Διός τον πύργο διο πιθάρια, με δώρα τέτια που σκορπάει, κακά — ή καλά μες στ' άλλοκι' ο Δίας σ' όπιους κι' απ' τα διο ανάκατα χαρίσει. πότες θα σμίξουν με χαρές και πότες με λαχτάρες· 530 μα άσκημα αν δώκει, πρόσωπο θεού ποτές δε βλέπεις, και μυίγα σε κεντάει κακή απ' άκρες γης ως άκρες κι' ατίμητος από θεούς λυσσογυρνάς κι' αθρώπους.

Κι ο Δρύαντας, αφού σηκώθηκε και πρόσταξε να του παίξουνε βακχικό σκοπό, τους εχόρεψε χορό του τρύγου· κ' εφαινόταν πότε σαν να τρυγούσε, πότε σαν να κουβαλούσε κοφίνια, έπειτα σαν να επατούσε τα σταφύλια, κατόπι σαν να εγέμιζε τα πιθάρια και στο τέλος σαν να έπινε μούστο.

Και εις του πατρός το υψηλό θάλαμο αυτός κατέβη πλατύν, όπ' ήσαν σωρευτά χάλκωμα και χρυσάφι, 'ς τ' αρμάρια τα φορέματα, και περισσά τα μύρα. και μέσα παλαιού κρασιού γλυκύτατου πιθάρια 340 στέκονταν, όλα γεμιστά θείο πιοτό και ακράτο, 'ς τον τοίχο αράδα κολλητά, αν ίσως καί ποτ' έλθη εις την πατρίδ' ο Οδυσσηάς, 'ς το τέλος των δεινών του. σανίδαις είχε δίφυλλαις πυκνά συναρμοσμέναις, κ' ημέρα νύκτα ευρίσκονταν κελλάρισσα γυναίκα 345 αυτού, 'π' όλα τα εφύλαγε, με προσοχή, με γνώσι, η Ευρύκλεια, 'που 'ταν γέννημα τ' Ώπα Πεισηνορίδη•τον θάλαμο ο Τηλέμαχος έκραξε αυτήν και είπε•