Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
Στο φαγί του έπινε νερό-νεράκι· στα έκτακτα κατέβαζε τον Ιορδάνη. Το κρασί έγινε κρασάκι. — Η σφαίρα γυρίζει, η πολιτική αλλάζει. Αυτά έχει ο παληόκοσμος! Το κρασάκι μας έμεινε! Και με το δίκηο του ο Μπαρμπα-Δημητρός. Τι είχε να δη στον κόσμο; Μέσα σε πενήντα χρόνια τα μάτια του είδαν καν και καν.
Ο Δριμομιχελής έπινε χρόνια και μόνον όταν αρρώστησε έπαψε να πίνη. Τότε ησύχασε και το χωριό από τις βλαστήμιες και τις κακίες του. Το κρασί, που στους πολλούς φέρνει ευθυμία, χωρατά και τραγούδια, σαυτόν έφερνε νεύρα και θυμούς, βρισιές και βλαστήμιες.
Ό δε Αμπτούλ τους εδέχθη με μεγάλην τιμήν, και τους εφιλοδώρησε με μεγάλην γενναιότητα, και τους εκράτησε διά να γευματίσουν· και εις το αναμεταξύ, που εγευμάτιζαν, ο βεζύρης με εύμορφον τρόπον έβαλεν εις το ποτήρι που έπινε μίαν σκόνιν, ο οποίος πίνοντάς την έπεσεν ευθύς ωσάν αποθαμμένος.
Ο Μπίμπιζας, ο οποίος διητάτο εις την Αττικήν και συνήθως ελημέριαζε εις την Καισαριανήν, εισήρχετο εις τας Αθήνας, εξυρίζετο εις το κατά την οδόν Ερμού κουρείον του Καλαματιανού, μετημφιέζετο εις τζέντλεμαν με κυλινδρικόν πίλον και, μεταβαίνων εις την « Ωραίαν Ελλάδα», έπινε τον καφέ του εν μέσω του καλλιτέρου κόσμου των Αθηνών· απερχόμενος δε άφινε το επισκεπτήριόν του — διότι είχε και επισκεπτήρια ο ευγενής άνθρωπος.
Ήτο υπέρ το δέον ομιλητικός, φιλόφρων, ως κομματάρχης προσπαθών να φέρη εις τα νερά του τον σύντροφόν του· ενώ δε αυτός σπανίως έπινε, επρόσφερεν αδιακόπως το ποτήριον γεμάτο εις τον Φλεβάρην, όστις διά να μη προσβάλη τον σύντροφόν του, ουδέποτε ηρνείτο. Μετ' ολίγον το πρόσωπόν του έγεινε κατακόκκινον, οι οφθαλμοί του ήρχισαν να σμικρύνωνται. — Θα τραγουδήσουμε; είπεν εις τον Μάρτην.
Υποθέτω ότι δεν θα φύγεις αμέσως. Κάθισε, θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Στεφάνα, κρασί!» Ο Έφις όμως απομάκρυνε το ποτήρι με μια χειρονομία αποστροφής. Τέρμα το κρασί, τέρμα οι κακές συνήθειες. Εδώ και δυο μήνες νήστευε και καμιά φορά, όταν διψούσε, δεν έπινε για εξιλασμό.
Έτσι η Πακέττα άνοιγε την καρδιά της στον καλόν Αγαθούλη, μέσα σ' ένα δωμάτιο, μπροστά στο Μαρτίνο, ο οποίος έλεγε στον Αγαθούλη. — Βλέπετε, πως έχω κερδίσει έως τώρα το μισό στοίχημα. Ο αδελφός Γαρουφάλης είχε μείνει στην τραπεζαρία κ' έπινε από λίγο- λίγο προσμένοντας το δείπνο.
Ο Βινίκιος ανεκλίνετο πλησίον αυτής, πλήρης νεότητος, ρώμης, έρωτος. Και έπινε διαρκώς οίνον. Αλλά περισσότερον από τον οίνον, το θαυμάσιον εκείνο πρόσωπον, οι βραχίονες οι γυμνοί, το παρθενικόν της Λιγείας στήθος, και το σώμα εκείνο, το οποίον άφιναν να μαντεύη τις αι πτυχαί του χιονώδους πέπλου, τον εμέθυσκον περισσότερον.
Ο Μόχογλους έπινε κρυφά, αλλά δεν έπινε για τούτο και το λιγώτερο. Στα πέντε λεπτά, που περίμενε ο Σιφογιάννης, συλλογιζότανε σε τι διάθεση θαύρισκε άρα γε τον Αγά. Κιαν ήτο στα δαιμόνιά του, τι κακό να τον περίμενε. Θυμότανε τα λόγια της γυναίκας του και μετανοούσε που δεν την άκουσε.
Θάρθη μούπε στις τρεις να πάρη τη Λιόλια να πάνε να δούνε μασκαράδες από 'να σπίτι πού την προσκάλεσε μια γνωστή της. . και να πάω λέει εγώ το βράδυ να τηνέ φέρω. . . Καθήσανε να φάνε. Στο φαΐ ο Νίκος περισσότερα γέλοια έκανε παρά μπουκιές πούβαζε στο στόμα του· κρασί όμως έπινε μπόλικο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν