United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ερώτησε αν συνέβηκε τίποτε, και αυτή αποκρίθηκε γρήγορα: «Ο Βέρθερος χθες το βράδυ ήταν εδώ». Ερώτησε αν ήρθαν γράμματα, και αυτή αποκρίθηκε πως ήτανε στο δωμάτιό του μερικά δέματα και γράμματα. Επήγε εκεί και η Καρολίνα έμεινε μόνη της. Η παρουσία του ανδρός, που αγαπούοε και τιμούσε συγχρόνως, είχε κάνει νέα εντύπωσι στην καρδιά της.

Η γυναίκα του, απόνα πλαγινό δωμάτιο, έτρεξε, σαν άκουσε το θόρυβο: με είδε ξαπλωμένο στο τραπέζι με τη σταυροειδή τομή μου· τρόμαξε περισσότερο από τον άνδρα της, τούδωσε γρήγορα κ' έπεσε πάνω του στη σκάλα.

Ενώ από μια μεριά ο παπάς στο δωμάτιο του, κι' από άλλη η υπηρέτρα στην τραπεζαρία, έπαιρναν το πρωτοΰπνι, η γριά με τη Μαριανθούλα δεν είχαν πλαγιάση ακόμα.

Ένα πρωί η ντόνα Έστερ, που κοιμόταν στο δωμάτιο του ισογείου για να τον προσέχει, σηκώθηκε νωρίς, τακτοποίησε τα πράγματα παραμιλώντας χαμηλόφωνα, και σκύβοντας για να του δώσει να πιεί μια μικρή κούπα γάλα του είπε: «Άντε, Έφις, να είσαι χαρούμενος! Σήμερα ο Πρέντου θα ορίσει τη μέρα του γάμου. Είσαι ευχαριστημένος

Μόλις μπήκε στο δωμάτιο του Αγαθούλη, τούπε: — Πώς λοιπόν, κύριε Αγαθούλη, δεν αναγνωρίζετε πια την Πακέττα; Σ' αυτά τα λόγια ο Αγαθούλης, που δεν την είχε έως τώρα προσέξει, απάντησε: — Αλίμονο, δυστυχισμένο μου παιδί, σεις λοιπόν εφέρατε τον δόχτορα Παγγλώσση στα όμορφα χάλια, που τον είδα; — Αλίμονο, κύριε, είμ' εγώ, είπε η Πακέττα. Βλέπω, πως τάχετε πληροφορηθή όλα.

ΛΟΥΙΖΑ Ναι, μπαμπά μου· έρχομαι και σου λέω ό,τι βλέπω. ΑΡΓΓΑΝ Και δεν είδες τίποτα σήμερα; ΛΟΥΙΖΑ Όχι, μπαμπά μου. ΑΡΓΓΑΝ Όχι; ΛΟΥΙΖΑ Όχι, μπαμπά μου. ΑΡΓΓΑΝ Αλήθεια; ΛΟΥΙΖΑ Αλήθεια. ΑΡΓΓΑΝ Πολύ καλά, θα σε κάνω εγώ να δης κάτι τι. ΑΡΓΓΑΝ Α! α! υποκρίτρια, δε μου λες ότι είδες έναν στο δωμάτιο της αδελφής σου. ΑΡΓΓΑΝ Πρώτα θα τις φας γιατί είπες ψέματα, και ύστερα βλέπομε.

Μπήκα μέσα βιαστικά με κείνο το απελπιστικό συναίστημα πως είμαι ξένος, ένα συναίστημα που με πιάνει πάντα όταν έρχουμαι το καλοκαίρι στη Στοκχόλμη και γνωρίζω πως θα είμαι μόνος. Δεν είχα προφτάσει ακόμα να ζητήσω να μου δώσουνε δωμάτιο, όταν ήρθε ο πορτιέρης και με παρεκάλεσε να πάω στο τηλέφωνο.

Άμα μπήκε στο σπίτι η γριά με τη φαμίλλια της, η υπηρέτρα άναψε τη λάμπα και τη φωτιά, ανασκήρησε το ένα και το άλλο μες από το δωμάτιο, έβαλε το τραπέζι κι' απόθεκε ψηλά το τεψί με τες μελοποτισμένες τηγανίτες.

Απάνω της σκυμμένοι, αχνοί και άλαλοι παραστέκουν οι γονέοι, ανίκανοι να συνδράμουν την κόρη στο χαροπάλαιμα. Και δεν ακούεται άλλο τίποτα, άλλο δεν κινείται και δεν κροτεί μέσα στο θλιμμένο δωμάτιο παρά το ανάλαφρο αγγομαχητό της μπεοπούλας, σαν να είνε το φτεροκόπημα της ψυχής.

Μέσα στο απόμερο δωμάτιο του πύργου, το στρωμένο με χνουδωτούς τάπητες, στο απαλό κρεβατοστρώσι απάνω, δράκοι παλαίβουν δυνατά η ψυχή και το σώμα της. Τρομάζει εκείνο τη φθορά, τη μοναξιά του τάφου, των κοκκάλων την ασχημιά και πάσχει να κρατήση τον θεόσταλτον εγγυητή.