United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φαίνεται ότι είχεν υπάγει, εν συνοδία με άλλας γυναίκας εκεί, διά ν' ανάψουν τα κανδήλια και διά να ίδουν τα εκεί κτήματα, χωράφια έρημα, όπου τα κατεπάτουν εν ακολασία οι γείτονες Α ή Β. — Ώρα καλή σας, παιδάκια μ'. Πετεινό φάγατε; Εύχομαι, Αγάλλο, αρχοντόπουλό μου, γλήγορα να τον φας κι' αγκαλιαστόν με την κόττα. Τούτο εσήμαινεν ευχήν περί προσεχούς αρραβώνος ή γάμου.

Τι θα πει η γιαγιά σου; Ότι σ’ αφήσαμε να πεθάνεις από την πείνα;» «Γκριζέντα, δεν ακούς που σε φωνάζουν; Κάνε αυτό που σου λένε», είπε η ντόνα Έστερ. «Α, ντόνα Έστερ μου! Πεινάω μόνο… για χορό!» «Τζουαναντό! Έλα να φας!

Αλλά θα μου το πληρώσης. Ας ξημερώση μόνον και θα δης τι ξύλο έχεις να φας, διότι τώρα θα πηδάς και θα μου ξεφεύγης στο σκοτάδι. ΠΕΤΕΙΝΟΣ. Γιατί θυμώνεις, αφέντη Μίκυλλε; Εγώ νομίζω ότι σου κάνω χάρι αν σου συντομεύσω όσο μπορώ την νύχτα, για να πιάσης δουλειά από την αυγήν και προφθάσης τις πολλές εργασίες που έχεις. Αν πριν βγη ο ήλιος τελειώσης ένα παπούτσι, θα βγάλης το ψωμί σου.

Χθες επειδή δεν είχα τίποτε άλλο να σου δώσω να φας, σου έρριξα κάτι κουκιά που είχα όταν ήρθα και συ τα πήρες και τάφαγες χωρίς να διστάσης• ώστε ή ψέμματα λες ή είσαι ο Πυθαγόρας και έκαμες την παρανομίαν να φας κουκιά, πράγμα το οποίον, σύμφωνα με όσα εδίδασκες, είνε ως να έφαες το κεφάλι του πατέρα σου.

Εγώ ετοιμαζόμουν να φύγω• ο δε Ευκράτης εστράφη και εφαίνετο ότι δεν ήξευρε τι να κάμη• αλλ' επειδή με είδε πολύ σκυθρωπόν, μου είπε• Έλα μέσα και συ, Μίκυλλε, να φας μαζή μας. Θα πω στο γυιό μου να πάη να φάη με τη μητέρα του στο γυναικωνίτη, για να γίνη θέσις για σένα.

Τότες ο Δίας απαντάει βαριά αγαναχτισμένος 30 «Καλότυχη, μα τι λοιπόν! τόσα κακά σου κάνουν ο Πρίαμος κι' όλοι του οι γιοί, που πολεμάς αιώνια να τους ρημάξεις σύριζα τη μυριοπλούσια χώρα; Ας δύνουσουν μονάχα εσύ να μπεις στο κάστρο μέσα κι' ωμό να φας τον Πρίαμο, να φας και τα παιδιά του 35 μ' όλους τους Τρώες, τότες πια θα χόρταινε ο θυμός σου.

Τι να πει όμως; Κατά βάθος ήταν ικανοποιημένος που το πέρασμα των αλεπούδων έκανε τον Τζατσίντο να σωπάσει, ωστόσο κάτι έπρεπε να πει. «Λοιπόν…. εκείνος ο λιμενάρχης; Είναι φανερό πως ήταν φρόνιμος άνθρωπος. Καταλάβαινε πως τα νιάτα… τα νιάτα….. κάνουν λάθη…. Όταν μάλιστα είναι κανείς και ορφανός! Εμπρός, σήκω! Θέλεις να φαςΜπήκε στο καλύβι και βγήκε ξεφλουδίζοντας ένα κρεμμύδι.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ Πώς; θάνε κοινός ο βίος; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Πρόφθασε να φας σκατά! ΒΛΕΠΥΡΟΣ Μπα, κοινά θάνε κι' αυτά; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ δυσανασχετούσα• Μας τον γάμησες τον λόγο! θα σου τώλεγα και τούτο. Πρώτα πρώτ' απ' όλα τάλλα θα μοιράσουμε τον πλούτο• κι' ό,τι ο καθένας έχει• θα χωρίσω και τη γη ισα μερδικά να βγη.

Δεν είσαι άξιος να το φας, είπεν ο άλλος: Φεύγα, κατεργάρη, άθλιε μη με λερώνης με την παρουσία σου. Η γυναίκα του ρήτορα είχε βγάλει το κεφάλι της στο παράθυρο και βλέποντας έναν άνθρωπο, που αμφέβαλλε πως ο Πάπας είναι ο Αντίχριστος, τούρριξε στο κεφάλι ένα τσουκάλι γεμάτο. . . . Ω! ουρανοί! Σε τι σημείο φτάνει ο θρησκευτικός ζήλος των γυναικών!

Και ο ψωμάς σας καρτερεί• την ώραν σας μη χάσετε κ' ελάτε τα σαγόνια σας, πολίται, να γυμνάσετε! Β' ΑΝΗΡ Σαν είνε έτσι το λοιπόν, εμένα τι με μέλει; τραβώ κ' εγώ για το φαΐ, η πόλις σαν το θέλη. Α' ΑΝΗΡ Αι! και για που, παρακαλώ, αφού δεν έχεις δώση; Β' ΑΝΗΡ Για το φαΐ. Α' ΑΝΗΡ Δεν θα το φας, αν έχουν νου και γνώσι, πριν καταθέσης βέβαια. Β' ΑΝΗΡ Πολύ καλά, τα δίνω. Α' ΑΝΗΡ Πότε λοιπόν;