Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
Η γριά ξύπνησε την υπηρέτρα και το πιστικούδι και διέταξε ν' ανάψουν τη φωτιά για ν' ανεβή απάνω με την τσιούπρα και να περιμείνουν εκεί ως το δεύτερο το σήμαντρο. Το πιτσικόπουλο πήγε ξύλα από την αυλή, η υπηρέτρα άναψε τη φωτιά, έχοντας ως προσάναμμα τ' αποδαύλια και η γριά άρχισε να φωνάζη της τσιούπρας να ξυπνήση.
Ο Περίλαος υπήκουσεν, αφού δε εισήλθεν εις τον ταύρον και τον έκλεισα, διέταξα ν' ανάψουν υπό το μηχάνημα πυρ και του είπα• Τώρα λάβε την αμοιβήν την οποίαν αξίζει η θαυμαστή σου τέχνη και ως διδάσκαλος της μουσικής άρχισε πρώτος να παίζης.
Εμβήκε να δώση το λάδι για ν' ανάψουν τα κανδήλια του υπογείου ναού, και επειδή άργησεν ολίγον, έκλεισεν η πόρτα κ' εκλείσθη μέσα όλον τον χρόνον, κ' εβγήκε τότε, όταν πάλιν το Μέγα Σάββατον ξανάνοιξεν η κρυφή πόρτα. Αλλά το πρόλαβεν ένας φανατικός Ιμάμης, εκεί που διηγείτο τα όσα είδε κάτω, θαυμαστά και εξαίσια, και τώκοψεν εις δύο με το γιαταγάνι του, χαϊμαλί . . .
Ο δε Νικίας και ο Δημοσθένης βλέποντες την λυπηράν κατάστασιν του στρατού, την εντελή έλλειψιν των τροφών και τον μέγαν αριθμόν των τραυματισμένων απεφάσισαν να ανάψουν, διαρκούσης της νυκτός, όσα ηδύναντο περισσότερα πυρά και να οδηγήσουν τον στρατόν ουχί πλέον διά της οδού, την οποίαν κατ' αρχάς εμελέτησαν να ακολουθήσουν, αλλά κατά διεύθυνσιν εναντίαν των θέσεων, τας οποίας εφύλατταν οι Συρακούσιοι, δηλαδή προς την θάλασσαν.
— Καλά που ήρθαμε και το στρώσαμ' εδώ, είπεν ο Νικολός· εάν κανέν' απ' αυτά τα κοριτσάκια τώρα εξεθάρρευε ν' ανεβή παραπάνω, ή αν ταις ήρχετο να παν να προσκυνήσουν ως την εκκλησιά — ή αν ταις είχε δώσει παραγγελία η μαννού τους ν' ανάψουν τα καντήλια — που προλάβαμε ημείς και τ' ανάψαμε — βέβαια θα μας έβλεπαν να σκάβουμε 'κει απάνω.
Φαίνεται ότι είχεν υπάγει, εν συνοδία με άλλας γυναίκας εκεί, διά ν' ανάψουν τα κανδήλια και διά να ίδουν τα εκεί κτήματα, χωράφια έρημα, όπου τα κατεπάτουν εν ακολασία οι γείτονες Α ή Β. — Ώρα καλή σας, παιδάκια μ'. Πετεινό φάγατε; Εύχομαι, Αγάλλο, αρχοντόπουλό μου, γλήγορα να τον φας κι' αγκαλιαστόν με την κόττα. Τούτο εσήμαινεν ευχήν περί προσεχούς αρραβώνος ή γάμου.
Είπε, και ζητωκράβγασε τ' ασκέρι, όπως βουήζει το κύμα απάνου σ' αψηλή ακροβραχιά, σαν έρθει 395 και το θυμώσει ο σίφουνας, σε κάβο που προβάλλει και τον χτυπάν τα κύματα με κάθε αγέρα πάντα, απ' όθε αν τύχει και φυσάει, θέλεις βοριά θες νότο. Σηκώνουνται έπειτα, σκορπάν, και τρέχουν στις καλύβες φωτιά ν' ανάψουν και ψωμί να ψυχοφάν μια στάλα.
Δεν εβραδύναμεν να φθάσωμεν και ευρήκαμεν πυράν ετοιμασμένην εις λάκκον βάθους μιας οργυιάς περίπου. Ήσαν δε τα ξύλα τα οποία έμελλον ν' αναφθούν δαδιά κατά το πλείστον αναμεμιγμένα με φρύγανα διά ν' ανάψουν ταχύτερα. Δάδα εκράτει και ο Πρωτεύς.
Ο Κωσταντής επέζευσε και πάλιν από το ύψος του σαμαριού, και μου εζήτει το κηρίον, διά ν' ανάψη να βρη τον δρόμον. Αλλ' εγώ ενθυμούμην ότι δεν μου είχε δώσει το κηρίον. Τέλος έψαξεν εις τον κόρφον του, εις της τσέπες του, εις το ζεμπίλι και το ηύρε δεν ξεύρω πού. Έτριψεν έν πυρείον, δύο, τρία, πέντε, αλλά τοιούτον αεράκι, απόγειον, εξήρχετο από το βουνόν, ώστε τα σπίρτα έσβυναν πριν ανάψουν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν