United States or Mauritania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο καμπούρης έρριψε την δάδα και εσκαρφάλωσε με επιτηδειότητα ως την οροφήν διά της οπής, διά της οποίας εξηφανίσθη. Θα νομίση τις ότι η Τριπέττα, τοποθετημένη εις την στέγην της αιθούσης, υπήρξεν η συνένοχος του φίλου της εις την τρομεράν εκδίκησίν του, και ότι έφυγαν ομού εις την χώραν των, διότι κανείς δεν επανείδε ποτέ ούτε τον ένα ούτε την άλλην . Η κατήγορος καρδία

Ιδούσα την απροσδόκητον σφαγήν, συνήθροισε την οικογένειάν της, και εκ των παραθύρων του πύργου εκράτησε διά πολλήν ώραν τον πόλεμον· συν τούτοις εφόνευσεν αρκετούς, και, ότε δεν υπήρχε πλέον ελπίς σωτήριος, έλαβεν έν κιβώτιον φυσεκίων, διέταξεν όλους να το πλησιάσωσι, και με μίαν δάδα ενεταφιάσθησαν εις τον κρότον και τον καπνόν. Τούτο δεικνύει και το ακόλουθον δημώδες άσμα.

Εκάθισεν αναπαυτικώς επί της κόνεως της σεσωρευμένης όπισθεν της θύρας, και περιμένουσα μετ' άκρας υπομονής. Οφείλομεν προς τιμήν της να είπωμεν, ότι ουχί ο φόβος και το σκότος εκώλυσαν αυτήν να επανέλθη. Αν και είχε σβέσει εξ ανάγκης την δάδα, ην είχε φέρει, εν τούτοις ηδύνατο να καταβή και άνευ φωτός, και τούτο τη συνέφερε καλλίτερον.

Δεν συνέβαινεν όμως αυτό, αλλά μετ' ολίγον έγινε κάποιος σεισμός και ηκούσθη ως βοή βροντής• και είδα να έρχεται προς το μέρος μου μία γυναίκα φοβερά, η οποία είχεν ύψος μισού περίπου σταδίου. Εκράτει δε και δάδα εις το αριστερόν χέρι και σπαθί εις το δεξιό έως είκοσι πήχεις μακρύ.

Ορισμός σας, άρχων. — Τώρα, δος μοι την επιστολήν. — Ευθύς, άρχων. Ο Θεόδωρος ήνοιξε το περιστήθιόν του και εκβαλών εσφραγισμένον φάκελλον, ενεχείρισεν αυτόν εις τον άρχοντα. Ούτος τον έλαβε και υπό το φέγγος της σελήνης ανέγνω την επιγραφήν. — Έχει τις υμών δάδα; ηρώτησεν ακολούθως.

Εκ του άλλου δε μέρους έρχεται η Διαβολή, γύναιον υπερβολικά ωραίον, θυμωμένον δε και τεταραγμένον, ως να κατέχεται υπό λύσσης και οργής• και εις μεν την αριστεράν κρατεί δάδα φλεγομένην, με την δεξιάν δε σύρει από την κόμην ένα νέον ο οποίος υψώνει προς τον ουρανόν τας χείρας και επικαλείται μάρτυρας τους θεούς.

Είτα πτύσας εις τας παλάμας του και τρίψας προς αλλήλας τας χείρας, εκρεμάσθη εις το βάθος του κοιλώματος, κρατών ηρέμα το σχοινίον. Ότε έφθασεν εις τον πυθμένα, εξέβαλεν εκ του κόλπου του τον πυρίτην λίθον, τον χάλυβα και την ίσκαν και ήναψε δάδα. Ερευνών εις τα υποχθόνια εκείνα σκότη, εύρε δυο ή τρία αγάλματα θεών, τον Απόλλωνα, την Ήραν και τον Δία.

Η τρίτη ημέρα ήτο αφιερωμένη εις τον Ποδαλείριον και εις τον γάμον της μητρός του Αλεξάνδρου• και επειδή ωνομάζετο Δαδίς, εκαίοντο δάδες. Εις το τέλος παριστάνετο ο έρως της Σελήνης και του Αλεξάνδρου και εγεννάτο η σύζυγος του Ρουτιλλιανού. Ο Ενδυμίων Αλέξανδρος κρατών δάδα εξετέλει χρέη ιεροφάντου.

Είς των συντρόφων του Θεοδώρου εξέβαλεν εκ του κόλπου του ίσκαν και πυρίτην λίθον και ανήψε δάδα, εκράτησε δε αυτήν εις απόστασίν τινα από της μορφής του άρχοντος. Ούτος απεσφράγισε τότε την επιστολήν και ανέγνω.

Το χιλιετές δένδρον ήτον σκαφιδιασμένον κοντά εις την ρίζαν, κάτω, εις τον γιγαντιαίον κορμόν, τον οποίον δεν ημπορούσαν ν' αγκαλιάσουν πέντε άνδρες. Οι βοσκοί και οι αλιείς τον είχαν σκαφιδιάσει, του είχαν σκάψει την καρδίαν, του είχαν κοιλάνει τα έγκατα, διά να λάβωσιν εκείθεν άφθονον δάδα.