United States or Switzerland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μεταξύ των απαισίων κραυγών «Σταυρωθήτω», δυσοίωνοι απειλαί ήρχισαν πρώτην φοράν ν' αναμιγνύωνται. Ήτο ήδη τρίτη ώρα της ημέρας, και επί τρεις ώρας ούτοι εμαίνοντο εκεί και ήφριζον εκ λύσσης.

Το ιερατικόν κόμμα, εδρεύον εν μέσω των περιβόλων του Ναού, επληροφορείτο δι' απεσταλμένων εν τω μεταξύ περί όσων έπραξε και είπεν ο Ιησούς την ημέραν εκείνην εν τω Ναώ και χωρίς να φαίνονται, επετήρουν πάσας τας κινήσεις Του, μετά μοχθηρής λύσσης.

Αλλ' όταν έμαθε την εξέγερσιν του Γάλβα και την προσχώρησιν της Ισπανίας, ο Νέρων εκυριεύθη από παροξυσμόν εμμανούς λύσσης.

Αι διδασκαλίαι αύται επλήρουν πικράς λύσσης το πνεύμα των Ιερέων και Φαρισαίων. Ουαί εις τον προφήτην όστις τολμά να βαίνη αντιθέτως προς το κρατούν θρησκευτικόν σύστημα να εκθέτη τας σφαλεράς παραδόσεις εφ' ων στηρίζεται! Θα εύρη την Κοινότητα πικρότερον και ασυνειδητότερον εχθρόν ή τον κόσμον. Και τούτο είχε πράξει ο Ιησούς.

Εκ του άλλου δε μέρους έρχεται η Διαβολή, γύναιον υπερβολικά ωραίον, θυμωμένον δε και τεταραγμένον, ως να κατέχεται υπό λύσσης και οργής• και εις μεν την αριστεράν κρατεί δάδα φλεγομένην, με την δεξιάν δε σύρει από την κόμην ένα νέον ο οποίος υψώνει προς τον ουρανόν τας χείρας και επικαλείται μάρτυρας τους θεούς.

Κατόπιν επήλθον τα όργια της λύσσης, αι σφαγαί και οι εμπρησμοί και αι αιχμαλωσίαι, όχι μόνον εις τας οδούς και τας αγοράς και εις των Χριστιανών τας οικίας, αλλά και υπό τας σημαίας των Προξενείων, και επί αυτών έτι των ευρωπαϊκών πλοίων, από των οποίων εκατοντάδες φυγάδων ηρπάγησαν και εσφάγησαν. Αλλά ταύτα μετέπειτα τα επληροφορήθην.

Και εγώ ήθελα να σε ερωτήσω, απήντησεν εκείνη με κάποιαν απορίαν. Ο Βινίκιος, καίτοι είχεν αποφασίσει να την ερωτήση αταράχως, με πρόσωπον συσπώμενον εκ λύσσης και οργής, ανέκραξεν: — Δεν την έχω. Μου την ήρπασαν καθ' οδόν.

Ίσως ήτο το λυκαυγές της πρωίας, διότι η νυξ επλησίαζεν εις το τέρμα της, ήτο Ιούλιος μην. Αλλ' ο Βινίκιος δεν ηδυνήθη να κρατήση κραυγήν απελπισίας και λύσσης, διότι εσκέφθη ότι ήτο η λάμψις της πυρκαϊάς.

Ήρχετο από την σιαγόνα του νάνου, ο οποίος έσφιγγε τα δόντια του και τα έκαμνε να τρίζουν, με το σάλιο εις το στόμα, παρατηρών με έκφρασιν υπερβολικής λύσσης τας φυσιογνωμίας του βασιλέως και των επτά συντρόφων του, των οποίων τα πρόσωπα εστράφησαν προς αυτόν. — Α! Α! είπεν εις το τέλος ο γελωτοποιός μανιώδης. Α! Α! τώρα αρχίζω να βλέπω ποίοι είναι αυτοί εδώ οι άνθρωποι.

Δακρυρροούσα έλεγε· και περιήρχετο τρίτην και τετάρτην ήδη φοράν τα λαμπρά εκείνα μέγαρα των μεγάλων ξενοδοχείων με τον πανέορτον φωτισμόν και τους ολοχρύσους στολισμούς των, με κίνδυνον να εξουθενωθή πλέον, κάθιδρος, με κατασκονισμένην και αγνώριστον την ωραίαν πολίτικην μανδήλαν της, τυφλή από του κονιορτού, όστις εξηγείρετο αφόρητος, όλας εκείνας τας ημέρας, από των βορειοδυτικών ανέμων, ωρυομένων μετά λύσσης, ως λύκων, ημέραν και νύκτα.