United States or Guernsey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πονηρός γέρων αυτός, μόλις εννόει ότι επλησίαζεν η περιφορά του δίσκου, προσεποιείτο ότι κατελαμβάνετο υπό βηχός και απήρχετο. Δύο μόνον ελαττώματα του κυρ-Μανωλάκη ανεκάλυψαν οι εκκλησιαζόμενοι. Και δύο μόνον παρεδέχετο και ο κ. δήμαρχος, και τω έκαμνε συχνάς παρατηρήσεις προς διόρθωσιν. Αλλ' ο κυρ-Μανωλάκης ήτο αμετάπειστος. — Ξεύρω 'γώ! έλεγε πάντοτε.

Ο παις, και αυτός έκαμνε πως προσέχει εις την καχλάζουσαν χύτραν, οσφραινόμενος τον ηδύν αχνόν της. — Βρε, πάγωσες, Κουτσογεώργη; εφώναξε πάλιν ο ποιμήν. Και μου κρατείς και την λύρα και δεν παίζεις;

Και η Φραγκογιαννού ήτο επιτηδειοτάτη μεταξύ όλων των γυναικών. Εδιδε βότανα, έκαμνε κηραλοιφάς, εξετέλει εντριβάς, εθεράπευε την βασκανίαν, παρεσκεύαζε φάρμακα διά τας πασχούσας, διά τας χλωρωτικάς και αναιμικάς κόρας, διά τας εγκύους και τας λεχούς, και τας εκ μητρικών αλγηδόνων πασχούσας.

Δεν ηδύνατο μήτε να τρώγη, μήτε να πίνη, μήτε να κοιμάται του εστέκετο στο λαιμό· έκαμνε ό,τι δεν έπρεπε να κάμη· ό,τι του παρήγγελαν το ελησμονούσε, ήτον ως να παρηκολουθείτο από ένα κακόν δαίμονα· έως ότου μιαν ημέρα, ότε ήξευρε πως εκείνη ήτον εις έν δωμάτιον του επάνω πατώματος, επήγε προς αυτήν, ή μάλλον ετραβήχθη προς αυτήν.

Βέλη, δόρατα και σούβλες των θυμάτων, μαχαίρια από εκείνα που σφάζουν τους ταύρους, έπεφταν εμπρός εις τα πόδια του. Εκεί να έβλεπες τι πηδήματα τρομερά έκαμνε διά να προΦυλαχθή.

Τόσον βασιζόμενοι εις την παρούσαν ευτυχίαν είχαν την αξίωσιν ότι, τίποτε δεν ημπορούσε να τους αντισταθή, αλλ' ότι και μετά μεγάλων και μετά μικρών μέσων έπρεπεν ομοίως να εκτελούν ό,τι ήτο δυνατόν και ό,τι ήτο αδύνατον. Αιτία δε τούτου ήτο η ανέλπιστος επιτυχία εις τας πλειοτέρας των επιχειρήσεις, η οποία τους έκαμνε να εκλαμβάνουν την ελπίδα ως πραγματικότητα.

Το γαϊδουράκι εις το πλάι της έφευγε κατευχαριστημένο, διότι ήτο εκείνη πλησίον του, και καμμίαν δυσκολίαν δεν έκαμνε διά το φορτίον. Δεν είχε περιπατήσει πολύ, όταν από μακράν είδε να έρχεται ίσιααυτήν ένα μεγάλο πρόβατον· ήτο τόσο παχύ, ώστε με δυσκολίαν επροχώρει, και εβέλαζε. — Δεν είνε δυνατόν να είνε το αρνί που επότισα αυτό!

Εν όρθρω τη πρώτη ώρα της ημέρας, τη τρίτη, τη έκτη, τη ενάτη τω εσπερινώ και τω αποδείπνω. — Ούλου διαβάζνι, Μα, έλεγεν η Σοφούλα ενίοτε, θελγομένη εκ της συχνής προσευχής. Σ' νακκλησιά δε διαβάζνι έτσι δα. Εκεί λοιπόν εύρισκε παρηγορίαν και ανακούφισιν η θειά-Ζωίτσα. Και όταν ο γέρων έκαμνε τας ωραίας αγρυπνίας κατά τας μεγάλας εορτάς, ήτο εκ των πρώτων η γραία.

Αυτός δε ετραυματίσθη διά τας αμαρτίας ημών και μεμωλώπισται διά τας ανομίας ημών· παιδεία ειρήνης ημών επ' Αυτόν, και τω μώλωπι Αυτού ημείς ιάθημεν». Αλλ' η αρίστη ερμηνεία της περικοπής ταύτης εδόθη ήδη εκ του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, ότι συνέπασχε μετ' εκείνων ους έβλεπε πάσχοντας. Συνεκινείτο από την αίσθησιν των αδυναμιών μας· η θεία συμπάθειά Του έκαμνε τα παθήματα ταύτα ως ιδικά Του.

Διότι δεν ήτο αληθώς πρόεδρος ειμή της μειοψηφίας της επιτροπής, ήτοι του ελληνοδιδασκάλου κ. Μυροκλείδου. Η πλειονοψηφία, απειθής, αχαλίνωτος, τον αντέπραττεν, έκαμνε «του κεφαλιού της», ως να μην ήτο αυτός πρόεδρος. — Δεν είνε ακόμα ώρα, κυρ Ανδρέα, είπεν ο κ. Νιαουστεύς. Από τώρα να κλείσουμε; — Είνε επτά και πέντε, αντέλεξεν ο Απίκος. — Είνε επτά παρά είκοσι, επέμεινεν ο πρόεδρος.