Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Ουδείς παρεπονείτο, διότι ο μεν Ανδρέας ήτο του οικοδεσπότου ο μονογενής υιός, ο δε σκύλος ήτο ο αγαπητός του Ανδρέα σύντροφος· δεν εχρειάζετο όμως μεγάλη ευφυίας δόσις διά να εννοήση τις, ότι οι πλείστοι ηθέλομεν ευχαριστηθή επί τη αποπομπή του ζωηρού τετραπόδου. Ο γαμβρός μου, όστις δεν εννοεί δυσκόλως, έσπευσε να μας απαλλάξη της παρουσίας του, προς προφανή του υιού του δυσαρέσκειαν.

Ενδιαφέρον είνε ενταύθα να σημειώσωμεν τας προτέρας ομολογίας των διαφόρων Αποστόλων. Ήδη εις Βηθαβαρά ο Πέτρος είχεν ειπεί τω Ανδρέα: «Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν». Και ο Φίλιππος είχεν είπη: «Ον έγραψε Μωσής εν τω νόμω και οι προφήται, ευρήκαμεν Ιησούν, τον υιόν του Ιωσήφ, τον από Ναζαρέτ». Και ο Ναθαναήλ είχεν είπη: «Ραβδί, Συ ει ο Υιός του Θεού, Συ ει ο Βασιλεύς του Ισραήλ».

Ενώ δε ταύτα εγίνοντο, ο Γεροστάθης ήρχισε να καταβαίνη τον λόφον, τρέχων προς βοήθειαν των μικρών αυτών φίλων, και παρακολουθούμενος παρ' όλων ημών. Αλλ' ότε είδομεν τον θρίαμβον του Ανδρέου, και την σωτηρίαν του Φιλίππου, ο Γεροστάθης χειροκροτών εφώναξενΕύγε! Εύγε, Ανδρέα! ημείς δε πλήρεις χαράς ετρέξαμεν προς τον Ανδρέαν και τον Φίλιππον.

Τι φταίω εγώ, για ό,τι έγεινεν; η μητέρα σου ηύρε τον πλούσιο γαμπρό, η μητέρα σου με παρακίνησεν, μ' εβίασε, μ' εφοβέρισε. Ω! αν ήξερες πόσο επολέμησα, πόσο αντιστάθηκα, πόσα δάκρυα έχυσα. Αλλά τι νάκανα. Όλοι οι δικοί μου με είχαν πολιορκήσει. Κατήντησε κι εις τον Ανδρέα να καταφύγω, να του 'πω πως δεν τον αγαπώ, για να σωθώ. Και ξέρεις τι μου είπεν: Εγώ σ' αγαπώ. Σ' εμένα αρέσεις.

Με είκοσι χιλιάδες λίρες δεν υπάρχει φόβος να πεθάνωμεν εμείς από πείνα και η αγάπη μας από γρύνια. Η μητέρα σου, άμα χαρίσωμεν της πέντε για το γάμο της Ολγίνας, θα επιτρέψη... Κ ώ σ τ α ς. Όλα αυτά έρχονται αργά. Σε συμβουλεύω να σφίξης την καρδιά σου, αν υποτεθή ότι έχεις, να ξεχάσης τα περασμένα και να γυρίσης πάλι εις την χρυσήν αγκαλιά του Ανδρέα σου. Εγώ δεν είμαι πλέον...

Πλησιάσας και ο αγαθός γέρων έσφιγξε την χείρα του Ανδρέου, και τω είπεΣήμερον ανεφάνης, φίλτατε Ανδρέα, και φίλος αληθής, και Έλλην γενναίος· ενώ ήσο ασφαλέστατος επί του δένδρου, επροτίμησας να κινδυνεύσης διά να σώσης τον φίλον σου! Ιδού, παιδία μου, επρόσθεσε, τα αποτελέσματα της ενώσεως και του διαχωρισμού.

Ομιλούμεν περί σκύλων, είπεν ο γαμβρός μου διακόψας τελευταίαν τινά του υιού του ερώτησιν. Αλλά τι θα έλεγες, Ανδρέα, εάν ήκουες τον Παππά- Σεραφείμ να σου διηγηθή ότι είδε και άνθρωπον λυσσασμένον; — Άνθρωπον λυσσασμένον! ανεφώνησεν ο Ανδρέας. Όλοι δε μετ' αυτού ηρχίσαμεν απευθύνοντες ερωτήσεις προς τον ιερέα. Πώς, πού, πότε, τι συνέβη, τι απέγεινε;

Το κόττερο του καπετάν Ανδρέα που εγλύτωσε σε μια σοροκάδα, σαν αυτή τώρα· γολέτα του καπετάν Μαΐστρου φορτωμένη κάρβουνα ολίγον έλειψε, να καή όταν έπιασαν φωτιά τα καρβουνάδικα στην Πόλι· η βάρκα του μπάρμπα Γιαννιού, οπού ανετράπη έξω από το λιμάνι από ένα σαγανάκι και δεν έπαθε τίποτε· όλα ήσαν εκεί εις την Παναγίαν την Λημνιάν αναθήματα.

Είνε αξία προσοχής ένδειξις της ευλαβείας και του φόβου τον οποίον οι Απόστολοι ησθάνοντο προς τον Διδάσκαλόν των, το ότι ο Φίλιππος δεν «τόλμησε πάραυτα να εκτελέση το αίτημά των. «Έρχεται και λέγει τω Ανδρέα, και πάλιν Ανδρέας και Φίλιππος λέγουσι τω Ιησού.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν