United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενθυμούμαι δε οποία υπήρξεν η εντύπωσίς του ότε υπέβαλον εις την κρίσιν του το πρόγραμμα της «Φωνής». — «&Αυτό είνε ποίημα& ανεφώνησεν». — «Αφού είνε ποίημα, απήντησα, σκέψου και συ να γράψης ένα διά τον στρατηγόν Δημ. Μπότσαρην τον αποθανόντα». Μετά δύο ημέρας έβλεπε το φως το πρώτον φύλλον της «Φωνής της Ηπείρου» έχον και το ποίημα του Κρυστάλλη.

Αναβήτε απάντη καρυά! ανεφώνησεν αίφνης η μήτηρ, ης οι οφθαλμοί έλαμπον εξ αφάτου χαράς, ως να έσυρεν αυτή την καμάραν. Ω μοίρα κατηραμένη της γραίας! Τι ήθελες τοιαύτην ιδέαν να εμβάλης εις τα ξηρά χείλη της;

Αμ' τι λογής δα! ανεφώνησεν εκείνη σχεδόν δακρύουσα. — Εγώ θυμούμαι καμμιά φορά εκείνη την σεισουράδα, που του έδωσε μια κλωτσιά και τον έδιωξεν από το δωμάτιό μας, και λέγω να είχα ένα χέρι απ' εδώ ως στην Πόλι, να του δώσω μια στο θηλυκό του πρόσωπο. Και συ με λες να τον διώξω εγώ με τα χέρια μου; Κείνος, βλέπεις, άφησε την μητέρα του και ήρθεν εις εμένα.

Είντα 'νεέλεγεν ο Αστρονόμος μετά τινας μήνας εις μίαν εύθυμον αποσπερίδα, εις την οποίαν επροτείνοντο αινίγματα. Και κανείς δεν ηδύνατο να λύση το πρωτάκουστον αίνιγμα, ο δε Αστρονόμος επέμενε να ερωτά. — Ανέν το βρήτε είντά 'νε. Επί τέλους η Σπυριδολενιά ανεφώνησεν: — Εγώ το βρήκα ... .Ο Πατούχας! — Μπράβο, Λενιώ, της είπεν ο Αστρονόμος.

Αλβέρτε, εσύ ήσουν εις το δωμάτιον. Ήκουσε κάποιον να περιπατή, και ρώτησε, και εζήτησε να σε ιδή καθώς σε προσέβλεψε και εμέ, με το παρηγορημένον, ήσυχον βλέμμα, ότι μαζί θα είμεθα ευτυχείς, — ο Αλβέρτος έπεσεν εις τον λαιμόν της και την εφίλησε, και ανεφώνησεν: Είμεθα! θα είμεθα! Ο Αλβέρτος ήτον όλως εκτός εαυτού, και εγώ δε δεν ήξευρα τίποτε περί του εαυτού μου.

Ο Κομποδήμος ιδών κενόν το παρατεθέν ταψίον με ολίγην παγωμένην ακόμη σάλτσα, τώρα συνήλθεν από της μέθης, ξεζαλισθείς ολίγον. — Το πήρε η οργή, κολλήγα, ανεφώνησεν. Θα μας το άρπαξαν οι γάτοι· γιατί, όταν επήγα προτήτερα να το φέρω, δεν με άφησες; τους είδα κ' εφύλατταν απόξω καραούλι, ο ένας από 'δω και ο άλλος από 'κεί από την πόρτα. — Μήπως άφησες ανοικτή την πόρτα, κολλήγα;

— Ω! ανεφώνησεν. — Για τόσο πράμμα; του είπεν η μήτηρ του εξετάζουσα το τραύμα με την σπαρτιατικήν της αταραξίαν. Θέλεις να σ' ακούσουν να πουν πως εφοβήθηκες, γυιέ μου;

Υψώνω τα φρύδια, προσηλώνω τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν και βλέπω και βλέπω, ως που αρχίζουν να καταβαίνουν αι ιδέαι. Δεν σας φαίνεται περίεργον; — Πολύ περίεργον, απήντων εγώ, πάρα πολύ περίεργον! Και απορώ πώς δεν σας κατέβη ποτέ και η ιδέα να τας γράψετε. — Ω, αυτή δεν ήτον ανάγκη να μου καταβή, ανεφώνησεν εκείνος, αυτήν την είχον από μικρό παιδί.

Η Αθιγγανίς έλαβε τότε το κόσκινον και περιαγαγούσα επί των εν αυτώ κυάμων οικειότητος εκφραστικόν βλέμμα και συνταράξασα αυτούς δις και τρις, ως εάν ήθελε ν' αφυπνίση το βαθέως εν αυτοίς κοιμώμενον μαντικόν πνεύμα, ανεφώνησεν επί το επιτακτικώτερον: — Άνθρωπος σκοτώθηκε, ποιος να τον εσκότωσε; — Τρεις τους λύκους, τρεις τους κλέφταις, τρεις τ' ασκέρια τα σκασμένα· τρεις για τους κρυφούς εχθρούς του, και κουκκιά σαρανταένα.

Μητέρα, ανεφώνησεν ο νεώτερος, ότε επέστρεψαν εις την οικίαν, μητέρα, είδα την βασίλισσαν επάνω εις ένα ωραίον γάιδαρον! — Δεν ήτο γάιδαρος, υπέλαβε περιφρονητικώς ο μεγαλείτερος· ήτο μουλάρι. Δεν ήσαν όλως αξιόμεμπτοι και οι δύο διά την ατέλειαν των γνώσεων των περί την ζωολογίαν.