United States or Nepal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις ταύτην την κάμαραν εστάθηκα αρκετήν ώραν να στοχάζωμαι τους πολυτίμους θησαυρούς που την εστόλιζαν και τα αξιοθαύμαστα και πολύτιμα σκεύη· και βλέποντας ότι επλησίασεν η νύκτα, εβγήκα από εκείνον τον θάλαμον με σκοπόν διά να γυρίσω εις το καράβι μου από την ιδίαν στράταν που εμβήκα· αλλ' όταν εκλωθογύρισα διάφορα δωμάτια και ανώγεα έχασα τη στράταν και δεν ηδυνάμην να έβγω αποκεί.

Την νύκτα δε της Πρωτομαγιάς, όλην την νύκτα, εις το επάνω πάτωμα, εχόρευον την «Καμάραν», τον εύμορφον αλυσιδωτόν χορόν, ελαφραί κόραι, πολλαί, πάμπολλαι. Ησθάνετο τους ελαφρούς των βηματισμούς, δειλούς, ως των πτηνών, και ήκουε την λεπτήν και γλυκείαν φωνίτσαν των, ως την ψελλίζουσαν του καλαμώνος αύραν.

Ως τόσον ενύκτωσε και τότε απεφάσισα να ξενυκτήσω εις εκείνην την κάμαραν, όπου ήτον η λαμπάδες αναμμένες, η οποία ήτον όλη στρωμένη με εύμορφους τάπητας και πολύτιμα μαξιλάρια· και ακούμπησα εις μίαν μαξιλάραν, έστεκα όμως με πολύν φόβον και ούτε ηδυνάμην να αποκοιμηθω.

Αλλ' όταν έφθασα υποκάτω εις την καμάραν του σπηλαίου, εύρον τόσον σκότος, που δεν έβλεπον πλέον πού με φέρει το τρέξιμον του νερού, το οποίον μέσα εις το υπόγειον ήτον σιγανώτερον· έτρεξα λοιπόν επάνω εις το νερόν εις το υπόγειον εκείνο το σκοτεινόν μερικές ημέρες, χωρίς να ιδώ παντελώς ακτίνα φωτός.

Και τελειώνοντας τούτο το θηριώδες δείπνον, ανεχώρησεν υποκάτω εις μίαν καμάραν, και εκεί επλάγιασε διά να κοιμηθή· και όταν απεκοιμήθη ερόγχιζε τόσον δυνατά, που εφαίνετο ωσάν βροντές το ρόγχισμά του, και σχεδόν ηκούετο έως πενήντα μίλια δρόμον και εκοιμήθη έως την αυγήν έτσι ρογχίζοντας τόσον που αχολογούσαν όλα τα βουνά ολόγυρα.

Αναβήτε απάντη καρυά! ανεφώνησεν αίφνης η μήτηρ, ης οι οφθαλμοί έλαμπον εξ αφάτου χαράς, ως να έσυρεν αυτή την καμάραν. Ω μοίρα κατηραμένη της γραίας! Τι ήθελες τοιαύτην ιδέαν να εμβάλης εις τα ξηρά χείλη της;

Είνε μερικά πράγματα τα οποία μανθάνει τις αυτομάτως. Άλλως δεν εχόρευσαν μεν, ως είπομεν, αλλά πολλάκις εθεώρησαν την καμάραν, τελουμένην εις την γειτονικήν της οικίας των πλατείαν. — Να! Να! είπε γελώσα πάλιν η Σοφούλα. Έχασε την κουντούρα της η νύμφη. Σκύφτει για να την πάρη. Ω, ντροπής νυφίτσα μου! Κρίματο ατλαζένιο μπαμπουκλί σου, νυφούλα μ'.

Την καμάραν δεν την εχόρευσαν καμμίαν ημέραν της Διακαινησίμου. Και τόσον τας έθελγεν ο σεμνός ούτος χορός! Ήτο το μόνον εκ των του κόσμου τερπνών, όπερ επενήργει επί της τρυφεράς καρδίας των. Ο ηρέμα κινούμενος εν λαμπρά μεγαλοπρεπεία κύκλος εκείνος της καμάρας είχε τι το εξαρτικόν εν τη πραεία των κορασίων φαντασία.

Κ' έτσι έκαμαν καλά Χριστούγεννα, και ο πλοίαρχος εις την εστίαν του, κι' ο Νικολός το Πιτς, κι' ο Αντώνης της Γαλοντζίτσας, κι' ο Γιαννιός της Στέργαινας, και όλοι οι κάτοικοι των βορεινών θαλασσοδαρμένων χωρίων. Ο νέος νοικάρης που είχεν ενοικιάσει την κάμαραν την μεσανήν, κοντός, κυρτός, μεσόκοπος, είχεν ένα μεγάλο λαγούτο, μακρύ, πλατύ.

ΑΜΛΕΤΟΣ Ω θαυμαστός υιός ικανός να ζαλίση τόσο μίαν μη- τέρα! Αλλά τι σέρνει κατόπι της αυτή η απορία της μη- τρός μου; Λέγε. ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ Επιθυμεί να σου ομιλήση εις την κάμαράν της πριν πας να πλαγιάσης. ΑΜΛΕΤΟΣ Θέλ' υπακούσωμε, και αν την είχαμε δέκα φοραίς μη- τέρα. Έχεις τι άλλο να μου ειπής; ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ Κύριέ μου, μία φορά μ' αγαπούσες.