Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
Έκυπτε διά να ξεκλειδώση την θύραν του, κρατών υπό μάλης το λαγούτο, το οποίον έψαυε το έδαφος. Ποτέ δεν ήρχετο ωρισμένην ώραν εις το δωμάτιόν του. Πότε πολύ ενωρίς, πότε πολύ αργά, άλλοτε έλειπεν όλην την νύκτα κ' εκοιμάτο την ημέραν. Πότε ήτον νηστικός, πότε εφαίνετο να είνε «αποκαής». Δεν είνε βέβαιον αν έπινε χασίς, φαίνεται όμως ότι έπινε πολύ ρακί. Ήτον Τουρκομερίτης. Ωνομάζετο Βαγγέλης.
Φανταστική, σκεπασμένη κάτω απ τα παράξενα λιβάνια, τυλιγμένη μες τα θολά κι αλλόκοτα θυμιάματα, που τόσο πλούσια εκαίγονταν στο βωμό της· έξαλλη, μεθυσμένη από των περιέργων θαμαστών της τον ακράτητο ενθουσιασμό, εχόρεβε τόρα η τουρκοπούλα στο πάλκο πάνω. Εχόρεβε χασάπικο. Εμινίριζε το βιολί ψιλά. Εκλάγκαζε πολύχορδο το σαντούρι. Εκουφοηχούσε το βαθύ λαγούτο.
Είχεν αρχίσει να χωρατεύη ολίγον με τον Βαγγέλην, άκακα να τον πειράζη. Μίαν πρωίαν, καθώς έβγαινεν εκείνος με το λαγούτο από την κάμαρη, του ήρπασε με θάρρος το λαγούτο, το ακούμβησεν επί του βραχίονός της, κ' εδοκίμαζε με το πλήκτρον να βγάλη φωνάς.
Η κυρά Γιάνναινα καθημερινώς σχεδόν του υπενθύμιζεν ότι πρέπει να εύρη δωμάτιον να φύγη· ετελείωσεν ο μήνας, ο προπληρωμένος, και σαν ήρχισεν ο δεύτερος, ο άνθρωπος με το λαγούτο εδικαιολογείτο λέγων ότι δεν πληρώνει, επειδή θα μετοικίση, και επιφυλάσσεται να πληρώση μόνον της μέραις όπου θα έκαμνον να δίδη την ημέραν, καθ' ην έμελλε να μετακομισθή εις άλλον οίκημα.
Εγλυστρούσαν στρογγυλές, γεμάτες, κανονικές οι γάμπες. Με το δεξί χέρι πάνω απ το κεφάλι, στη μέση πίσω διωγμένο τάλλο, εγύριζε, εγύριζε. Εστριφογύριζε μια καρτέλα, άλλη καρτέλα· άλλη, άλλη. Έξαλλη, ξελιγωμένη, σπαρταριστή, συναρπασμένη, προκλητική, δαιμονισμένη, μανιακή. Εμινίριζε το βιολί ψιλά. Εκλάγκαζε το σαντούρι πολύχορδο. Εκουφοηχούσε το βαθύ λαγούτο.
— Ησύχασε, κυρά μου, κι' ο λύκος τη φωλιά του δεν τη μολύνει ποτέ!... Εδώ η κυρά Γιάνναινα, δεν της αρέσουν τα παιγνίδια, μήτε τα λαλούμενα. Η Κατερνιώ έβαλε το λαγούτο πλάγιον επί του στέρνου της, κ' έκαμνε τάχα πως το παίζει. — Άφησέ το, κυρά μου, μη το καταπιάνεσαι! ...Δεν είνε για τα χεράκια σου...
Ο Βαγγέλης από το δωμάτιόν του ήκουε την φωνήν της Κατερνιώς, ήτις διεμαρτύρετο λέγουσα: — Και ποια είμ' εγώ! ...Θάρρεψε πως ήμουν καμμιά σαν τα μούτρα του, ο χαμένος! ...Αν δεν του σπάσω το κεφάλι του, να το κάμω μακρουλό και κούφιο και πλακαρό, σαν το λαγούτο του, να μη με λένε Κατερνιώ. Ο οργανοπαίκτης, αισθανόμενος μεγάλην καρηβαρίαν, συνάμα δε και φόβον κ' εντροπήν, δεν εξήλθεν ως το βράδυ.
Κι' ένας τους νιος στο γυρισμό τούς βάραε το λαγούτο γλυκά που λες σε λίγωνε, κι' αγάλι τ' αποτρύγια 570 τραγούδαε, κι' όλη η συντροφιά ξοπίσω ροβολούσε, και ξεφωνώντας χόρεβαν μ' ανάλαφρο ποδάρι. Κι' έφτιασε μέσα εκεί βοδιών κοπάδι κουτελάτων — από καλάι τα διόρθωσε τα βόδια και χρυσάφι — π' απ' την ταγή ίσα τρέχανε με μουγκρητά να πιούνε 575 κοντά σε ρέμα μούρμουρο, δροσάτο καλαμιώνα.
Ο Βαγγέλης εφυλάχθη, προέτεινε το λαγούτο ως ασπίδα και η οργίλη γυνή δεν επρόλαβε να του καταφέρη άλλην. — Θέλησα να σου κάμω, μια πατινάδα, κυρά μου· μονάχη σου τo ζήτησες... είπες, γιατί να μην παίζω όταν είμαι μονάχος, όπως κάνουν οι μερακλήδες. — Εγώ σου είπα, με το λαγούτο να μην καταπιάνεσαι. Άπορον πώς είχε τόσην ετοιμότητα.
Έτσι όλη μέρα τρώγανε ώστε να πέσει ο Ήλιος, και τάχανε όλα όσα ζητάει καλό 'να φαγοπότι, λαγούτο θες πεντάμορφο που το βαρούσε ο Φοίβος, θες Μούσες που τραγούδιζαν με χάρη αράδα αράδα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν