United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με τα τρυγόνια ανεφάνη και ο Σακκουλές κατόπιν μακράς εκλείψεως. Τον είδα εις την πλατείαν του Συντάγματος με τον παρδαλόν από ποικίλα και αλλεπάλληλα εμβαλλώματα ιματισμόν του, με την απαραίτητον ράβδον, την οποίαν κρατεί υπό μάλης διά ν' αμύνεται κατά των σκύλων και των ανθρώπων. Μόνον η πήρα του λείπει διά να παρουσιάζη πλήρη τον τύπον του αρχαίου κυνικού.

Δεν θα ήτο φυσικώτερον να υποβληθούν εις τα καθήκοντα ταύτα οι έχοντες ανάγκην ακινησίας γέροντες, αντί να διημερεύουν εις τα καφενεία και να κάμνουν πολεμικά σχέδια; Εάν η παιδεία είνε πράγμα σοβαρόν, και οι γέροντες επίσης είνε σοβαροί, ενώ τα παιδία είνε σοβαρά μόνον όταν είνε άρρωστα, θα ήτο δε και διασκεδαστικόν να βλέπης πρωί πρωί τους πάππους και τας ομηλίκους των κυρίας να διευθύνωνται καθ' ομίλους εις τα σχολεία με την σάκκαν υπό μάλης.

Αλλ' ο Αναγνώστης ο Ξυνιάς, ο επιλεγόμενος Τερερές, εδείκνυε με μορφασμούς, ενώ έψαλλεν, ότι εθεώρει το λάθος που έγεινε πολύ σοβαρόν. Εν τω μεταξύ διάφοροι χωριανοί, βλέποντες φως εις την εκκλησίαν, εισήρχοντο και εστέκοντο με τα φέσια υπό μάλης. Και αν ο Μανώλης δεν απησχολείτο εις τα καθήκοντα του αναδόχου, θα έβλεπε μεταξύ των τελευταίων εισελθόντων ένα παλαιόν γνώριμόν του.

Παρά την πλευράν της Αρτέμιδος ίστατο η Δημήτηρ με την δέσμην των σταχυών υπό μάλης και το δρέπανον εν τη δεξιά. Το ανάστημα ήτο βραχύτερον, αλλ' είχε τους ώμους πλατυτέρους, και ρωμαλέαν τινά ανδρικήν έκφρασιν ενέφαινε το πρόσωπον της θεάς. Παρ' αυτήν ίστατο ο Φοίβος Απόλλων, ο καλλιμορφότατος των θεών και των ανδρών απάντων.

Και μετά μικρόν εφάνη ο ταλαίπωρος Δημήτρης, ωχρός, ισχνός, ερυθρούς έχων τους οφθαλμούς εκ της αϋπνίας, παρηλλαγμένος υπό της αργίας και της μερίμνης, και κρατών υπό μάλης τον γνωστόν ημίν ήδη σάκκον. — Τι είνε κυρ Δημήτρη; τι τρέχει; ηρώτησεν ο χρηματιστής. — Με το συμπάθειο, αφέντη, σας έφερα 'πίσω τα χρήματα, . . δεμένα όπως ήτανε . . . — Διατί; — Δεν μας κάνουν, αφέντη.

Όπισθεν αυτών ήρχετο ο Μάρκελλος ο υπολοχαγός του Ανθυπάτου, μαζύ με τελώνας σφίγγοντας υπό μάλης ξυλίνας πλάκας. Ο Αντίπας προσεφώνησε ονομαστί τους κυριωτέρους εκ των περί αυτόν. Τον Τολμαή, τον Καντέραν, τον Σιών, τον Αμώνιον τον Αλεξανδρινόν ο οποίος του ηγόραζεν άσφαλτον, τον Νααμάν αρχηγόν του ελαφρού πεζικού, και Ιωακείμ τον Βαβυλώνιον. Ο Βιτέλιος εστράφη και είδε τον Μαναή.

Χρονιάρα μέρα! είπεν. Ο δε αγαθός ποιμήν δεν ηδύνατο πλέον να παραμερίση. Αφ' ης στιγμής εισήλθε φέρων υπό μάλης τον γέροντα, κεκμηκώς και ασθμαίνων, δεν απεμακρύνθη, έως ου τον είδεν άσπρον-άσπρον, ως εξαχθέντα εκ της χιόνος, να κάθηται εγγύς της εστίας καπνίζων το γλυκύ τσιμπούκιόν του· και τότε λαβών την χιλιάρικην εξεκουράζετο ο καϋμένος θερμαινόμενος και απ' έξω και από μέσα.

Λέγω δε, προς μεγίστην μου ευχαρίστησιν, διότι εκτός της χορηγηθείσης μοι πάλιν προς ώραν ελευθερίας διά της λύσεως του δέματος, όπερ έφερεν υπό μάλης ο κυρ Γιάννης, είδα μεθ' υπερηφανείας, ότι μία των εις υπερτίμησιν εκατόν πεντήκοντα φράγκων πωληθεισών μετοχών ήμην και εγώ.

Αλλ' αύτη εσίγα. Το πλήθος κατείχετο υπό μεγίστης περιεργείας. Ουδείς ηδύνατο να προΐδη ότι ήθελεν αποσιωπήσει η Αϊμά τα συμβάντα. Εν τω μεταξύ η Εφταλουτρού, χωρίς μηδείς να την παρατηρήση, είχε λάβει την ράβδον της υπό μάλης, είχεν οξύνει το βήμα της και έφυγεν ηρέμα, κλίνουσα με την ετέραν των πλευρών προς την γην. Τούτο συνέβη από της πρώτης στιγμής καθ' ην ενεφανίσθη ο Μάχτος.

Έκυπτε διά να ξεκλειδώση την θύραν του, κρατών υπό μάλης το λαγούτο, το οποίον έψαυε το έδαφος. Ποτέ δεν ήρχετο ωρισμένην ώραν εις το δωμάτιόν του. Πότε πολύ ενωρίς, πότε πολύ αργά, άλλοτε έλειπεν όλην την νύκτα κ' εκοιμάτο την ημέραν. Πότε ήτον νηστικός, πότε εφαίνετο να είνε «αποκαής». Δεν είνε βέβαιον αν έπινε χασίς, φαίνεται όμως ότι έπινε πολύ ρακί. Ήτον Τουρκομερίτης. Ωνομάζετο Βαγγέλης.