United States or Mauritius ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και της Θράκης η ιστορία περιέχει πολλά τα αναγκαία διά τον χορευτήν, τον Ορφέα και την κατασπάραξίν του και τας περιπετείας της κεφαλής του ήτις έψαλλεν επιπλέουσα ομού με την λύραν, τα περί των ορέων Αίμου και Ροδόπης και την τιμωρίαν του Λυκούργου.

Ομοιάζομεν κατά τούτο προς την έκθετον νύμφην, εφ' ης μάτην εκένου την εσπέραν εκείνην η φύσις πλήρεις τους θυλάκους των δώρων της, δι' ην μάτην εσκόρπιζεν αρώματα η αύρα, και μάτην έψαλλεν η αηδών και μάτην επέτελλον του ουρανού οι αδάμαντες.

Αναιβοκαταίβαινε της σκάλαις, εκουβέντιαζεν, έψαλλεν, έψηνε καφφέ, εμαγείρευε· και πολλάκις και τον εθώπευε φευ! τον αγαπημένον της πατέρα, φιλούσε περιπαθώς την δεξιάν του, όστις επετιέτο αμέσως επάνω, σαν να τον ήγγιζαν αναμμένα κάρβουνα. — Δεν είναι καλό πράγμα αυτό! Τότε απεφάσισεν ο παπά-Κονόμος ναμακρύνη ολίγον από την οικίαν του οπού του επροξενούσε τόσην θλίψιν και τόσην συγκίνησιν.

Και εξήλθε του ναού, εν ώ ήδη ο γηραιός εφημέριος μεγαλοπρεπώς στας προ των αγίων πυλών, ολόχρυσον ημφιεσμένος στολήν πολύτιμον, αρχαίαν, βυζαντινήν, και κρατών δύο λαμπάδας ανημμένας εις τας χείρας του, έψαλλεν ευμόλπως με φωνήν κροτούσαν ηχηρώς: — Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός!

Η Ιωάννα ευρίσκετο τότε εις τον ήμισυ δρόμον του βίου, ως ο Δάντης ότε απήντησεν εις το δάσος τον λέοντα, την πάρδαλιν και τον λύκον· εκείνη δε ησθάνετο πλησιάζοντα άλλα θηρία, ουχ' ήττον των λύκων και λεόντων εις τας γυναίκας φοβερά, τας λευκάς τρίχας και τας ρυτίδας. Το κάλλος της έψαλλεν ούτως ειπείν το κύκνειόν του άσμα.

Ο Συκολόγος ο κτίστης, αν και τελείως αγράμματος, έψαλλεν αρκετά καλά, όταν του εκαλαναρχούσαν. Ο Τερερές ανεγέλασεν. Ου! τόσον καλά έψαλλεν, ώστε έκανε σαλάτα τους ήχους και έλεγεν άλλ' αντ' άλλων πολλάκις, όταν δεν ήκουε καλά τον καλανάρχον. Κάποτε ο καλανάρχος έλεγε «την αράν του κόσμου», και αυτός έψαλλε «την ουράν του κόσμου» σαν να ήτο γάιδαρος ο κόσμος.

Αλλ' ο Αναγνώστης ο Ξυνιάς, ο επιλεγόμενος Τερερές, εδείκνυε με μορφασμούς, ενώ έψαλλεν, ότι εθεώρει το λάθος που έγεινε πολύ σοβαρόν. Εν τω μεταξύ διάφοροι χωριανοί, βλέποντες φως εις την εκκλησίαν, εισήρχοντο και εστέκοντο με τα φέσια υπό μάλης. Και αν ο Μανώλης δεν απησχολείτο εις τα καθήκοντα του αναδόχου, θα έβλεπε μεταξύ των τελευταίων εισελθόντων ένα παλαιόν γνώριμόν του.

Όταν αι γυναίκες της Θράκης κατεσπάραξαν τον Ορφέα, λέγουν ότι η κεφαλή του, η οποία ερρίφθη ομού με την λύραν εις τον Έβρον, εξεβλήθη εις τον Μέλανα κόλπον και έπλεεν ομού με την λύραν• και η μεν κεφαλή διηγούνται ότι έψαλλεν ένα θρήνον διά τον θάνατον του Ορφέως, η δε λύρα συνώδευε με τους ήχους τους οποίους εσχημάτιζον αι πνοαί του ανέμου πλήττουσαι τας χορδάς• και ούτω έφθασεν εις την Λέσβον, όπου οι κάτοικοι την μεν κεφαλήν έθαψαν εκεί όπου τώρα είναι ο ναός του Βάκχου, την δε λύραν ανέθηκαν εις τον ναόν του Απόλλωνος, όπου επί πολύ εσώζετο.

Εν εκάστη ημέρα της εορτής εγίνοντο μεγάλαι τελεταί και πανηγύρεις, και οι ιερείς ήντλουν πανηγυρικώς ύδωρ από της κολυμβήθρας του Σιλωάμ, της παρά τους πρόποδας του όρους Σιών, αι σάλπιγγες ήχουν, ο δε λαός έψαλλεν εν χορώ, το Μέγα Ωσαννά, ήτοι τον ψαλμόν «Ώ Κύριε, σώσον δη», και το Μέγα Αλληλούια, ήτοι τον ψαλμόν «Εξομολογείσθε τω Κυρίω ότι χρηστός, ότι εις τον αιώνα το έλεος Αυτού».

Κ' εκεί τους έκαμνε πάλιν τον προεστώτα εκείνον, οπού έψαλλεν εις τα δεξιά, εις τον χορόν της Εκκλησίας, σείων την κεφαλήν του προς τα επάνω, σαν να εφοβέριζε τους θόλους, έχων τας χείρας τους εμπεπηγμένας εις την ζώνην του, ένθεν και ένθεν ως να ήθελε να τραβήξη δύο λάζους συγχρόνως, οξύθυμος ο γέρων εις άκρον, ένα δεξιά και άλλον αριστερά, να τους σφάξη όλους επάνω εις την αλαζονείαν του.