United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τελευταίον πάντων έπεμψε τον Υιόν Του, και τον υιόν εκείνον, άμα τον είδον είπον προς αλλήλους, «ούτως εστίν ο κληρονόμος· δεύτε αποκτείνομεν αυτόν και κατάσχομεν αυτού την κληρονομίανΚαι λαβόντες αυτόν έξω του αμπελώνος και απέκτειναν. Όταν λοιπόν έλθη ο κύριος του αμπελώνος τι θα κάμη τους γεωργούς εκείνους;

Δεύτε πόμα πίουμειν κηνόν....... Αλλ' ο ιερεύς όστις εξηκολούθει να ενδύηται, ενόησεν ότι ή την προσκομιδήν έπρεπε ν' αναβάλη, ή την ακολουθίαν να διακόψη. Και ταύτα μεν επεδέχοντο οικονομίαν, αλλά δεν έβλεπε πώς θα τα εκατάφερνον εις την λειτουργίαν.

Τότε η θειά το Μαθηνώ ήρχισε σιγά-σιγά να ψάλη: «&Καθαρθώμεν τας αισθήσεις και οψόμεθα τω απροσίτω φωτί της Αναστάσεως&, κτλ. Είνε αληθές ότι η ακριβής προφορά εις το στόμα της ήτο Καθαρθώμεν τας ησθήσεις κη ουψόμεθα... — Αυτό το είπαμε, βλοημένη, έκραξεν ο ιερεύς από του ιερού βήματος. &Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν&, είνε τώρα. — Α! Ναι, έκαμεν η θειά το Μαθηνώ και ήρχισε.

Και εστράφη προς τον ανήφορον, σπεύδων να επανέλθη εις το παρεκκλήσιον, όπως λειτουργήση. —Και ήθελα να πιώ και νερό, είπε, δεν είμαι άξιος να λειτουργήσω. Αλλά πώς να κάμω; Δεν πρέπει να μεταλάβω! Θα λειτουργήσω χωρίς μετάληψιν, δεν είμαι άξιος!... «Δεύτε του καινού της αμπέλου γεννήματος!...» Εγώ άξιος δεν είμαι! Και επέστρεψεν εις τον ναόν, όπου μετ' αγαλλιάσεως οι χωρικοί τον είδον.

Η κυρά-Μιχάλαινα, λαβούσα την λαμπάδα της, ήρχισε ν' αναβαίνη με χαράν απερίγραπτον την κλίμακα, ο δε κυρ-Μιχάλης παρηκολούθει σιωπηλός, κρατών και αυτός την λευκήν λαμπάδα του και λέγων να σπεύσουν να προλάβουν το «Δεύτε λάβετε φως».

Αλλ' ότε ο ιερεύς εξελθών έψαλε το «Δεύτε, ίδωμεν πιστοί, πού εγεννήθη ο Χριστός», τότε αι μορφαί των Αγίων εφάνησαν ως να εφαιδρύνθησαν εις τους τοίχους. «Ακολουθήσωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ», και ο κυρ-Αλεξανδρής ενθουσιών έλαβε την υψηλήν καλάμην και έσεισε τον πολυέλαιον με τας λαμπάδας όλας ανημμένας. «Άγγελοι υμνούσιν ακαταπαύστως εκεί», κ' εσείσθη ο ναός όλος από την βροντώδη φωνήν του παπά-Φραγκούλη μετά πάθους ψάλλοντος «Δόξα εν υψίστοις λέγοντες τω σήμερον εν σπηλαίω τεχθέντι» και οι άγγελοι οι ζωγραφιστοί, οι περικυκλούντες τον Παντοκράτορα άνω εις τον θόλον, έτειναν το ους, αναγνωρίσαντες οικείον αυτοίς τον ύμνον.

Νοείς, — Τρέξατε, δεύτε Οι των Ελλήνων παίδες· Ήλθ' ο καιρός της δόξης, Τους ευκλεείς προγόνους μας Ας μιμηθώμεν. Εάν το ακονίση η δόξα, Το ξίφος κεραυνοί· Εάν η δόξα θερμώση Την ψυχήν των Ελλήνων Ποίος την νικάει; Τι τρέμεις; την φοράδα Κτύπα, κέντησον, φύγε Ωθωμανέ· θηρία Μάχην πνέοντα, δόξαν, Σε κατατρέχουν. Ω δόξα, δια τον πόθον σου Γίνονται και πατρίδος.

Και όμως το θείον πνεύμα του Ιησού δεν ηδύνατο επί μακρόν να κυριεύηται υπό καταναλισκούσης θλίψεως. «Εν εκείνη τη ώρα ηγαλλιάσατο ο Ιησούς τω πνεύματι». Και είπεν. «Εξομολογούμαι Σοι, Πάτερ, ότι απέκρυψας ταύτα από σοφών και συνετών, και απεκάλυψας αυτά νηπίοις· ναι, ο Πατήρ, ότι ούτως εγένετο ευδοκία έμπροσθέν Σου». Και τότε, εν αυτή τη ώρα της χαρμονής και της εκστάσεως, εξεστόμισε τας τρυφερωτάτας εκείνας λέξεις τας εξενεχθείσας ποτέ εν γλώσση ανθρωπινή, ως πρόσκλησιν του Θεού προς τα τέκνα Του εν τη πασχούση οικογενεία της ανθρωπότητος, «Δεύτε προς Με οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς.

Οι πιστοί συνηγμένοι πανηγυρικώςΧριστός Γεννάται! — Οι ψάλται υπό ιδιαιτέρου ενθουσιασμού κατεχόμενοι. — Δεύτε ίδωμεν πιστοί. — Ο αχώρητος παντίήχοι καθ' εκάστην αδόμενοι εν ταις μοναίς, και σπανιώτατα ακουόμενοι εν τω κόσμω. — Παν σπάνιον επιθυμητόν. — Και να συρίζη ίσως ο βορράς. — Και να είνε σκοτία έξω.

Το αίσθημα του μεγαλείου Του, η αγάπη και η πίστις ην μόνη η παρουσία Του ενέπνευε, επεσκίαζον πάσαν περιέργειαν. Εν τω μεταξύ η γυνή έτρεξεν εις την πολίχνην και διηγήθη πάντα όσα ήκουσε. Δεύτε ίδετε καρδιογνώστην. Μήτοι ούτος εστιν ο Χριστός;