United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπειτα πετώντας, κατέβη εις το δώμα εκείνου του παλατίου που ήσαν οι δέκα μονόφθαλμοι νέοι με τον γέροντα και τότε εσείσθη με σφοδρότητα, εις τόσον, που με έρριξε καταγής, και με την ουράν του με εκτύπησεν εις το δεξιόν μάτι και με ετύφλωσεν και έπειτα έγινεν άφαντον.

Όλον το πέλαγος εσείσθη και το Κάστρον αντικρύ επήγε και ήλθεν από τον κρότον και τον κλόνον. Δύο γυναίκες γειτόνισσαι, που δεν είχον ύπνον κ' ελαγοκοιμούντο, πλαγιασμένοι η μία εις έν υπερώον, πλησίον εκεί στης Αναγκιάς, η άλλη εις έν κτήμα, ολίγον παρακάτω, ανεσκίρτησαν. Η πρώτη εσηκώθη, έρριψε βλέμμα έξω, κ' ηρώτησε τον νυκτοφύλακα, τι τρέχει. — Οι αγάδες έχουν ραμαζάνι, απήντησεν ο άνθρωπος.

Και χωρίς αργοπορίαν ετσάκισα εις κομμάτια τον καθρέπτην και ευθύς εσείσθη όλον το παλάτι εκείνο, και εσχίσθη, με μίαν ταραχήν ωσάν βροντές και αστραπές.

Και όλη η άλλη Ελλάς ήτο μετέωρος περιμένουσα την στιγμήν πού αι πρώται πόλεις ήθελον έλθει εις χείρας. Και πολλαί μεν προρρήσεις ελέγοντο, πολλοί δε χρησμολόγοι έψαλλον και εις τας μέλλουσας να πολεμήσουν πόλεις και εις τας άλλας. Ακόμη δε και η Δήλος ολίγον προ τούτων ησθάνθη σεισμόν, η οποία αφ' ότου οι Έλληνες ενεθυμούντο ουδέποτε πρότερον εσείσθη.

Τότε επρόσταξεν ο βασιλεύς και έφεραν φωτιάν και έκαυσε τας τρίχας εκείνας και ευθύς εσείσθη όλον το παλάτι και ιδού παρουσιάσθη μία μεγαλοπρεπής και στολισμένη γυναίκα.

Και όταν έφθασαν εις τα τείχη, όλη η πόλις «εσείσθη» εν εξάψει και ταραχή· «Τις εστιν ούτοςέλεγον, προκύπτοντες από των στεγών και των δωμάτων και παραμερίζοντος εν ταις ρύμαις και ταις πλατείαις όπως διέλθη η πομπή.

Και κατώρθωσε μεν ο Γιαμβατίστας ν' ακινητήση επί τινας στιγμάς επί του υψηλού αυτού βάθρου, αλλ' αίφνης, ενώ εσταύρωσεν επί του στήθους τας χείρας προς απομίμησιν του Βοναπάρτε, το όλον οικοδόμημα εσείσθη και κατέπεσε μετά φοβερού πατάγου, του οποίου υπερείχεν ο οξύτερος ήχος των συντριβομένων υαλίων.

Εκεί ο Ηγούμενος περιστοιχούμενος υπό δρακός ηρώων ανέκοψε ξιφήρης την ορμήν αυτών και φοβερά συμπλοκή στήθος προς στήθος συνήφθη εις τον στενόν εκείνον χώρον. Την στιγμήν εκείνην κρότος μέγας ηκούσθη, το έδαφος εσείσθη ως υπό σεισμού φοβερού και μία πλευρά του τείχους ανετινάχθη και κατέπεσε θάψασα υπό τον όγκον αύτης τους συνωθουμένους προ του περιβόλου Τούρκους. Η υπόνομος είχεν αναφλεγή.

Θα μάθετ' άλλο τώρα· ο Φορτιμπράς ο νέος, είτε κρίνει μικρήν την δύναμίν μας, είτε, διότι ο ποθητός απέθανε αδελφός μας, νομίζει πως βαθυά το κράτος μας εσείσθη, εκείνος, χωρίς να 'χη σύμμαχον ή μόνον το όνειρο 'πού βλέπει αυτής της ευκαιρίας, μήνυμα ετόλμησε βαρύ να μας κηρύξη, να παραδώσωμεαυτόν όλα τα μέρη όσα ο πατέρας του, με νόμιμην συνθήκην, προς τον ανδρείον αδελφόν μας είχε αφήση.

Ως τόσον εγώ περιπατώντας ένθεν κακείθεν παρατηρών εκείνα τα θαλασινά χόρτα ανόμοια από της γης και βλέποντας εις κάθε μέρος πίννας, αχυβάδια, στρείδια και άλλα γιαλικά φυτευμένα ωσάν εις την θάλασσαν και ζωντανά, εθαύμαζα πώς εις την ξηράν γην ζουν αυτά τα ζωόφυτα και με τέτοιαν περιέργειαν απεμακρύνθην αρκετά από το καΐκι και από τους συντρόφους μέσα εις εκείνο το πρόσκαιρον νησί, όταν αιφνιδίως αγροίκησα και εσείσθη όλον το νησί· και ολίγον κατ' ολίγον να κινήται και να βυθίζεται εις την θάλασσαν.