United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αίφνης τρομερός κρότος ηκούσθη, υποχθόνιος βοή αντήχησε, το έδαφος εσαλεύθη υπό τους πόδας των δύο τούτων ανθρώπων. Σεισμός μετά πατάγου και βροντής μεγάλης συνέβη. Τα δύο ταύτα πρόσωπα αντήλλαξαν πεπηγότα βλέμματα. Ο Μάχτος κατέστη κάτωχρος. Τι είνε; Τι συμβαίνει; Τας λέξεις ταύτας ουδείς εξήνεγκεν εκ του στόματος, αλλ' ενδομύχως μόνον εσχηματίσθησαν αύται εις το βάθος των φρενών.

Ο λύχνος έπεσεν από των χειρών της χαμαί μετά πατάγου φοβερού, ωσεί κόσμος ολόκληρος κατεκρημνίζετο κύκλω της, σκότος βαθύ την περιέβαλε, και τόσον μόνον ησθάνθη, ότι κατεκυλίετο από ύψους εις βάθος . . . . . .

Η Σμάλτω ήκουσε το κάρρον απόμακρυνόμενον μετά πατάγου και ησθάνθη την καρδίαν της συγκλονιζομένην μετά του εδάφους υπό τους ογκώδεις τροχούς του. Η αναχώρησις του ανδρός της κατ' εκείνην την ώραν την ετάρασσε μεγάλως και την κατέθλιβεν, ως μία παντελής εγκατάλειψις.

Ενόμιζες ότι αυτή εδώ η οικία εθρήνει· και ιδού η κόρη μετά πατάγου ορμητικώς ανερχομένη ως να εδιώκετο, και καθώς εκράτει εις χείρας την σκούπα συνεκρούσθη εκεί προς την επί της έδρας αναιβασμένην μητέρα της· και ιδού κατά γης και γραία και έδρα και ο καθρέπτης πάρα πέρα, γενόμενος θρύμματα. Η κόρη εμαρμάρωσε. Δεν ήξευρε τι να είπη. Εφοβήθη διά την μητέρα της περισσότερον.

Και τωόντι εθραύοντο μετά πενθίμου πατάγου εν τη νεκρά εκείνη ηρεμία οι καταπλακωμένοι των ελαιών κλώνοι, κ' εθραύετο η καρδία του Μπάρμπα-Σταύρου και εκόπτοντο τα ήπατα αυτού κ' ελύγιζον τα γόνατά του. — Ερμαίς εληαίς! Εψέλλιζε πενθίμως. Και όμως επροχώρει. Και τι ήθελε κάμει ο άφρων; αλλ' ο άνθρωπος είνε πάντοτε ανόητος.

Αλλ' αίφνης η θύρα ανοίγει μετά φοβερού πατάγου, ωθήσασ' αυτόν να πέση κατακέφαλα, ενώ μία γραία, σχεδόν απερικάλυπτος Οθωμανίς ερρίπτετο εις τους πόδας της μητρός μου, μετά λυγμών και δακρύων. Φαίνεται ότι οι έξω υπηρέται τη εκώλυον την είσοδον και εκ της απελπισίας αυτής εβίασε την θύραν.

Τότε ηκούσθη εν τω κήπω συγκεχυμένος θόρυβος, εν ώ διέκρινον την φωνήν του μικροτέρου μου αδελφού κράζοντος: — Εδώ! εδώ μέσα κοιμάται! Φλόγες πυρσών και λαμπάδων εφώτισαν αιματηρώς τους επί των τοίχων κισσούς, και λάμψις ξιφών και τουφεκιών εχώρησε δια της μικράς θύρας προς το περίπτερον. Ήτον η αστυνομία! Η θύρα μου ηνεώγη μετά πατάγου και πρώτος εισήλθεν ο αδελφός μου.