United States or Sri Lanka ? Vote for the TOP Country of the Week !


Νεαροί κυνηγοί και νεάνιδες, άνδρες και γυναίκες, που κάποτε μέσα εις τα βάραθρα του Παγώνος κατεβυθίσθησαν, ίσταντο εκεί ζωντανοί με ανοικτόν και διεσπασμένον εις γέλωτα στόμα, και βαθιά αποκάτω ήχουν οι κώδωνες εκκλησιών πόλεων, που κατεποντίσιθησαν· το Κοινόν ήτο γονατισμένον κάτω από τον θόλον της εκκλησίας, ράβδοι πάγου εσχημάτιζον τους φωνητικούς του εκκλησιαστικού οργάνου αυλούς, ο χείμαρρος του βράχου το έκρουε: Η &Νεράιδα του Πάγου& εκάθητο επάνω εις τον πυθμένα, ανυψώνετο επάνω προς τον Ρούντυ, εφιλούσε τους πόδας του και παγετώδης ψυχρά φρίκη θανάτου διέτρεχε τα μέλη του, ηλεκτρικός κλονισμός.

Ο Πιλάτος τότε μετημφίεσε πληθύν τινα στρατιωτών εν ιουδαϊκώ σχήματι, και έπεμψε τούτους μεταξύ του όχλου, μετά μαχαιρών και ροπάλων κεκρυμμένων υπό τα ενδύματά των, διά να τιμωρήσωσι τους αρχιστασιώτας. Τότε εφόνευσαν ουκ ολίγους εκ των ενόχων και των αθώων, εν δε τη συγχύσει και τη ταραχή πολλοί κατεπατήθησαν και απέθανον υπό τους πόδας του τρομάξαντος όχλου.

Ο λιμήν ήτο πλήρης ανθρώπων, άλλων εν τη θαλάσση πεσόντων και άλλων θεωρούντων από της προκυμαίας, ή διδόντων παραγγέλματα σωτηρίας. Ο καπετάν Μήτρος, απόμαχος πλέον πλοίαρχος, πιασμένος τους πόδας, ακουμβισμένος ύπτιος επί του παραθύρου του κοντά εις την λυχνίαν, με το σιγάρο στο στόμα διαρκώς διέτασσε : — Σία! . . . Άλλα! . . . αβάρα! . . .

Πλησίον της λυχνίας δύο ποντικοί εκύλιον διαμφισβητούντες τεμάχιον κριθίνου άρτου, ενώ τρίτος ηγωνίζετο ν' αναρριχηθή επί σταμνίου μικρού· υψούτο εις τους οπίσθιους πόδας, συνελάμβανε το σταμνίον διά των εμπροσθίων και ητοιμάζετο να πηδήση αλλ' ευθύς ωλίσθαινε ή ανετρέπετο προς τα οπίσω ύπτιος.

Εάν δε ήσαι φιλόστοργον τέκνον μου, σεβάσθητι την μητέρα σου, και υπάκουσον εις αυτήν, ικετεύουσαν υπέρ της Ρώμης, της μεγάλης μητρός σου. Γονυπετείς δε έπεσαν εις τους πόδας του Κοριολάνου και η μήτηρ και η σύζυγος και τα τέκνα του.

Ο καύσων και ο κονιορτός ήτο τοσούτος την ημέραν εκείνην, ώστε κατά τους χρονογράφους αυτός ο Διάβολος και εντός ηγιασμένου ύδατος ήθελε λουσθή· τα δε πτώματα των ακρίδων, ων η πάλη εξηκολούθει εις τον αέρα, έτριζον απαισίως υπό τους πόδας των προσκυνητών και των υποζυγίων.

Αχ Σουλτάνα, εφώναξα πέφτοντας εις τους πόδας της, ονειρεύομαι ή είμαι έξυπνος; εις τι τύχην καταδέχεσαι να υψώσης ένα ξένον αγνώριστον, ο οποίος δεν έχει κανέναν μισθόν εις το να αξιωθή τέτοιας λογής χάρες; Σηκώσου, αυτή τότε μου είπε· και ομολόγησέ μου με θάρρος από ποίον μέρος είσαι, από τι γένος, και ποία υπηρεσία σε έκαμε να έλθης ιδώ εις την Σερενδίβ.

Έπειτα δε και όλοι γενικώς οι άνθρωποι ήσαν διπλοί, δύο άνδρες μαζί, δύο γυναίκες μαζί, ένας άνδρας με μίαν γυναίκα, ηνωμένοι εις ένα σώμα με μίαν κεφαλήν, πρόσωπα δυο αντιθέτως βλέποντα, χείρας τέσσαρας και πόδας ισαρίθμους. Και ήσαν φοβεροί εις ρώμην οι άνθρωποι αυτοί, και διά τούτο ετόλμησαν να τα βάλουν και με τους θεούς ακόμη.

Ο Βαχμάν όντας αδύνατος εις το πνεύμα, επίστευσεν όλον εκείνο που του είπα χωρίς καμμίαν αμφιβολίαν· και όλος γεμάτος από επιθυμίαν διά να στερεώση μίαν εδικοσύνην με τον προφήτην, έπεσεν εκ δευτέρου εις τους πόδας μου εις σημείον της μεγάλης του ευχαριστήσεως. Εγώ τον εξανασήκωσα και τον αγκάλιασα βεβαιώνοντάς τον ότι πάντα θα είμαι εις βοήθειάν του.

Κατ' άλλους ο Καλαφάτης ωνομάσθη ούτω μετ' είρωνος ευφημισμού, ως καλαφατίζων τάχα τα πλοία τα οποία θα εξέπιπτον σιμά εις την δικαιοδοσίαν τουοιονεί, εις το «Καρινάγιο» του. Όλον το παλαιόν χωρίον ήτον ερείπιον, απλωμένον επί των νώτων του γίγαντος, του με τους πόδας θαλασσωμένους βράχου. Μέρος αυτού είχε κατεδαφίσει ο χρόνος, μέρος οι άνθρωποι.