United States or Antigua and Barbuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λοιπόν ακόμη πρόσμενε· μη φύγης από τώρα. ΡΩΜΑΙΟΣ Ας μη προφθάσω να σωθώ, ας μ' εύρουν, ας με σφάξουν! Αφού εσύ μου το ζητείς, εμένα δεν με μέλει! 'ματιά δεν είναι της Αυγής εκείνη η ασπρίλα· είν' αντανάκλασις αχνή, που χύνει της Σελήνης το μέτωπον και ούτ' αυτό κορυδαλός δεν είναι, οπού ‘ς τον θόλον τ’ ουρανού επάνω μας βουίζει. Εδώ να μείνω λαχταρώ να φύγω δεν το θέλω.

Ήτο Κυριακή, και οι Χριστιανοί ελειτουργούντο εισέτι εις την εκκλησίαν. Η πρώτη μου ώθησις ήτο να υπάγω κ' εγώ να ευχαριστήσω τον Θεόν διά την λύτρωσίν μου, αλλ' υπερίσχυσεν η επιθυμία του να εξέλθω όσω το ταχύτερον από το θολόν ποτάμι και να τρέξω εις αναζήτησιν του Παντελή.

Επί τέλους εκρέμασα εις τον θόλον του τάφου μου μίαν μεγάλην καμπάνα, της οποίας η αλυσίδα, όπως μου υπεσχέθησαν, θα επερνούσε από μίαν τρύπαν του φερέτρου και θα ευρίσκετο μέσα εις τα χέρια μου.

Ο Πετρώνιος εμειδίασεν. Εν τω μεταξύ οι συνδαιτυμόνες θορυβωδώς συνεζήτουν περί διαφόρων ζητημάτων. Τα συμπόσιον εγίνετο ζωηρότερον. Εις πάσαν στιγμήν εξήγον κρατήρας οίνου από μεγάλα αγγεία πλήρη χιόνος και στεφανωμένα με κισσόν. Από τον θόλον έπιπτον ρόδα. Ο Πετρώνιος παρεκάλεσε τον Νέρωνα να ευαρεστηθή, πριν όλοι οι συνδαιτυμόνες εντελώς μεθυσθώσι, να λαμπρύνη το συμπόσιον διά του άσματός του.

Παντελή, μείνε συ εδώ να πωλήσης χαβιάρι και περίμενέ με. Εγώ θα φύγω. ― Πού πηγαίνεις ; ― Πηγαίνω να ιδώ τον Πύργον μας. Αύριον την αυγήν επιστρέφω. Επροσπάθησεν ο Παντελής να με μεταπείση, ηθέλησε να με συνοδεύση, μου ενθύμισε την εις Θολόν Ποτάμι φυλάκισίν μου, αλλά δεν ήκουα.

Το ιδικόν των χωρίον είχε διαμείνει μέχρι τούδε σώον, αλλά πώς ηδύναντο οι δυστυχείς να είναι και περί του μέλλοντος ήσυχοι; Μη το θολόν Ποτάμι δεν είχε διαφύγει επίσης την πρώτην των Τούρκων προσβολήν; Ότε προ δύο ετών είχον επιπέσει κατά της νήσου και την εξωλόθρευσαν όλην, ηλέησαν ή ελησμόνησαν την μεσημβρινήν ταύτην άκραν της, οι δε χωρικοί ενόμισαν ότι ο κίνδυνος παρήλθε πλέον, ότι εκορέσθησαν οι σφαγείς αρκούντως και ότι η νήσος επλήρωσεν ήδη ικανώς τον φόρον του αίματος.

Η θεια-Συνοδιά ήτις έμεινεν επί τινας στιγμάς κυττάζουσα προς το ανατολικόν μέρος, τον διέκοψεν αποτόμως·Για ιδές, του λέγει, τ' είν' εκεί; Του έδειχνε τον θόλον του ναΐσκου της Παναγίας της Κεχρεάς, όστις υπερείχε των τοίχων του ναού και του μονυδρίου, και είχεν αρχίσει να φαίνεται ήδη όπισθεν των δένδρων, τη βοηθεία λάμψεως τίνος επιφανείσης αίφνης.

Όπισθεν του δυτικού τοίχου του μονυδρίου, όστις ήτο χθαμαλώτερος, απλούς και άνευ κελλίων, σπινθήρες τίνες ανήρχοντο εις τον ουρανόν φωτίζοντες τον θόλον και το δυτικόν της οροφής του ναΐσκου, ως να ήτο πυρά τις αναμμένη εντός του περιβόλου. Η θεια-Συνοδιά έκαμε τον σταυρόν της κ' εστέναξε·Παναΐτσα μου! — Τι να είνε τάχα; είπεν ο Παγώνας, αναγκασθείς να διακόψη και δευτέραν φοράν το άσμα του.

Και αι μεν ψυχαί αι καλούμεναι αθάνατοι, όταν φθάσωσιν εις το ακρότατον σημείον του ουρανού υπερβάσαι τον ουράνιον θόλον στέκονται επάνω εις αυτόν, εκεί δ' ευρισκόμεναι περιάγονται υπό της περιφοράς, εν ώ θεωρούσι το έξω του ουρανού σύμπαν.

Και αφού επέρασεν αρκετή ώρα, είδα και εβγήκεν ο γέρων και οι σκλάβοι· και αφού εσκέπασαν την θύραν του υπογείου με την σχάραν και αφού έρριξαν απ' επάνω χώμα, ανεχώρησαν εις το πλοίον τους· και μη βλέποντας τον νέον να έβγη μαζί τους εσυμπέρανα ότι τον άφισαν εκεί μέσα· και αφού το πλοιάριον έκαμε πανιά και απεμακρύνθη αρκετά, εγώ περίεργος να ιδώ τι ήτον εκείνο το φαινόμενον, κατέβην από τα δένδρον, επήγα εις εκείνο το μέρος έβγαλα το χώμα, άνοιξα μίαν σιδηράν θύραν και βλέποντας μίαν σκάλαν έως είκοσι σκαλίδια, κατέβην έως κάτω και εκεί βλέπω ένα υπόγειον εύμορφα κατασκευασμένον με θόλον και καμάρες, φωτισμένον με διαφόρους λύχνους και λαμπάδας, στρωμένον με ωραίους τάπητας και μαξιλάρια και τον νέον εκείνον καθήμενον με ένα βιβλίον εις τας χείρας ο οποίος ως με είδεν εφοβήθη.