United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το αίμα που τα μάγουλα μ' ανάπτει, κάλυψέ το ως που να γείνη θαρρετή η 'ντροπαλή καρδιά μου, και μόνον την αγνότητα σεμνού κι’ αθώου πόθου να βλέπητα αγκαλιάσματα συζυγικής αγάπης. Ω! έλα Νύκτα, σίμωσε! Έλα, Ρωμαίε, έλα, εσύ, ημέρα της Νυκτός! διότι θα μου έλθης εις ταις πτερούγαις της νυκτός, λευκότερος ακόμη και από χιόνι, 'ς τα πτερά του κόρακος στρωμένον.

Τέλος, περί την έκτην ώραν, όταν ο ήλιος έκλινε προς την δύσιν, εφάνη εισελθών και βαίνων δρομαίως προς την στέρναν, εγγύς της οποίας το είχαν στρωμένον οι πέντε φίλοι, εξ ων ο γέρο-Λευτέρης ο Κουσερής και ο Κώστας ο Άγγουρος είχαν αποκοιμηθή επί της παχείας φυλλάδος, ήτις τους είχε χρησιμεύσει ως τάπης και ως τράπεζα, ενώ οι λοιποί τρεις ησχολούντο περιτρώγοντες τα τελευταία λείψανα του συμποσίου και παρηγορούμενοι διά της φλάσκας, της επτάκις γεμισθείσης ήδη από της δαμιτζάνας του γείτονος καπήλου, εφάνη, λέγω, βαίνων προς την στέρναν ο κυρ-Μανουήλος ο Στεριωμένος, αυτοπροσώπως.

Και αφού επέρασεν αρκετή ώρα, είδα και εβγήκεν ο γέρων και οι σκλάβοι· και αφού εσκέπασαν την θύραν του υπογείου με την σχάραν και αφού έρριξαν απ' επάνω χώμα, ανεχώρησαν εις το πλοίον τους· και μη βλέποντας τον νέον να έβγη μαζί τους εσυμπέρανα ότι τον άφισαν εκεί μέσα· και αφού το πλοιάριον έκαμε πανιά και απεμακρύνθη αρκετά, εγώ περίεργος να ιδώ τι ήτον εκείνο το φαινόμενον, κατέβην από τα δένδρον, επήγα εις εκείνο το μέρος έβγαλα το χώμα, άνοιξα μίαν σιδηράν θύραν και βλέποντας μίαν σκάλαν έως είκοσι σκαλίδια, κατέβην έως κάτω και εκεί βλέπω ένα υπόγειον εύμορφα κατασκευασμένον με θόλον και καμάρες, φωτισμένον με διαφόρους λύχνους και λαμπάδας, στρωμένον με ωραίους τάπητας και μαξιλάρια και τον νέον εκείνον καθήμενον με ένα βιβλίον εις τας χείρας ο οποίος ως με είδεν εφοβήθη.

Ήτον υπέρ τα δύο μέτρα το ύψος, αλλ' ο Μούρος ήτον ελαφρός, ευκίνητος, κάτω δε το έδαφος ήτο στρωμένον με πελεκούδια και πριονίδια κ' έφθασε κάτω όρθιος και αβλαβής. Τρέχων ως άνεμος, ανέτρεψε τον χωροφύλακα, όστις έπεσε βαρύς έμπροσθεν της εξωτερικής σκάλας, κ' έφυγεν, ο Μούρτος, ως αστραπή. Έτρεξεν επάνω εις τα Κοτρώνια, εις την κατοικίαν των γλαυκών.

Σωστό. .. σωστό κ. Κουρδουκέφαλε· να κυττάξτε την δουλειά σας· δε σας αδικεί κανείς. Ο Αριστόδημος έτρωγε τα νύχια του από λύσσα. Ήταν το μόνο αίσθημα που του έμεινε πια. Στην παραμικρή ταραχή που γινότανε γύρω του, θες στον εαυτό του θες σε ξένον, του φαινόταν πως κάποιος τον τραβούσε από τα μαλλιά. Τον τραβούσε και τον έσερνε, λέει, σ' έναν κατήφορο στρωμένον με στουρναρόπετρα.

Περιπατώντας εις εκείνον τον βαθύτατον λάκκον, τον εύρον όλον στρωμένον με πολύτιμα πετράδια, χυμένα δηλαδή και διεσπαρμένα ωσάν ο άμμος εις το περιγιάλι της θαλάσσης, ανάμεσα εις τα οποία εφαίνοντο μερικά τόσον μεγάλα και λαμπρά, που σχεδόν ήτον ατίμητα εάν ευρίσκοντο εις την Βαβυλώνα, ή εις άλλας βασιλευούσας πόλεις.

Εστάθη πολλήν ώραν εκεί, εκάθισεν επί της ουράς του μακρού πελωρίου κανονίου, ρεμβάζων, αγναντεύων το βαθύ γαλανόν πέλαγος, και τα άσπρα πετρώδη νησιά, κατοικίας των θαλασσαετών και των γλάρων, ακούων τον ρόγχον των κυμάτων εις τους πόδας του Κάστρου, όπου είνε γιγαντιαίος μονοκόμματος βράχος με δέκα σπιθαμές χώμα στρωμένον επί της κορυφής και της κυματοειδούς πτυχής του, ως πεντακοσίας οργυιάς ύψος από της θαλάσσης.

Το πάτωμα ήτο στρωμένον με ψάθες και με μεντέρια, τα οποία κάθε πρωί, συχνά και το βράδυ, εξεστρώνοντο, ετινάσσοντο επιμελώς, εσκουπίζετο το πάτωμα, είτα εσφουγγαρίζετο, πότε όλον, πότε μέρος, και πάλιν τα μεντέρια εστρώνοντο και διηυθετούντο μετά φιλοκαλίας, ώστε να εζήλευε κανείς να τα βλέπη.

Δος του ένα πεντάρι, και δος του και τα βιβλία του πίσω. Τον ευχαριστούμε, πες, πολύ, αλλά δεν έχομετο σπίτι βιβλιοθήκη να τα βάλωμε. — Η ώρα περνά, προσθέτει, στρεφόμενος προς την σύζυγόν του, κ' εγώ πρέπει να πάγω να φροντίσω διά την ομολογίαν μου. — Δεν έχεις τώρα καιρόν, παρατηρεί η κυρία. Το τραπέζι είνε στρωμένον. Άφησε· πηγαίνεις το απομεσήμερον.

Ήτον η ουρά της λαμπράς αλουργίδος που σύρεται οπίσω, ή ήτον ο τάπης, που του έστρωνε, καθώς λέγουν, η μάνα του, διά να καθίση να δειπνήση. Δεξιά από τον μέγαν κυρτόν βράχον μου, εσχηματίζετο μικρόν άντρον θαλάσσιον, στρωμένον με άσπρα κρυσταλλοειδή κοχύλια και λαμπρά ποικιλόχρωμα χαλίκια, που εφαίνετο πως το είχον ευπρεπίσει και στολίσει αι νύμφαι των θαλασσών.