United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εφαντάσθη ότι οι δύο «ταχτικοί», όπως τους ωνόμαζεν, ανέβαινον την σκάλαν, και ίσως θα παρεβίαζον και την θύραν της οικίας. Έκυψεν εις την κλειδότρυπαν, επροσποιήθη να ίδη κ' εννοήση τα συμβαίνοντα διά της μικράς οπής, επειδή το μόνον παράθυρον της προσόψεως ήτο κλεισμένον, και δεν είχεν άλλο μέσον διά να ίδη.

Ω! βαρετή που είναι η ημέρα! Έτσι εορτής παραμονήν βαρύνεται την νύκτα το ανυπόμονον παιδί, που όταν 'ξημερώση να πρωτοβάλη φόρεμα καινούριον περιμένει. — Α! να η παραμάνα μου! ειδήσεις του μου φέρνει. Μου φαίνονται ουράνια τα όσα κι’ αν μου λέγη η γλώσσα, οπού τ' όνομα προφέρει του Ρωμαίου! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Τι νέα, παραμάνα μου; Τι έφερες; την σκάλαν που ο Ρωμαίος έστειλε;

Και αφού επέρασεν αρκετή ώρα, είδα και εβγήκεν ο γέρων και οι σκλάβοι· και αφού εσκέπασαν την θύραν του υπογείου με την σχάραν και αφού έρριξαν απ' επάνω χώμα, ανεχώρησαν εις το πλοίον τους· και μη βλέποντας τον νέον να έβγη μαζί τους εσυμπέρανα ότι τον άφισαν εκεί μέσα· και αφού το πλοιάριον έκαμε πανιά και απεμακρύνθη αρκετά, εγώ περίεργος να ιδώ τι ήτον εκείνο το φαινόμενον, κατέβην από τα δένδρον, επήγα εις εκείνο το μέρος έβγαλα το χώμα, άνοιξα μίαν σιδηράν θύραν και βλέποντας μίαν σκάλαν έως είκοσι σκαλίδια, κατέβην έως κάτω και εκεί βλέπω ένα υπόγειον εύμορφα κατασκευασμένον με θόλον και καμάρες, φωτισμένον με διαφόρους λύχνους και λαμπάδας, στρωμένον με ωραίους τάπητας και μαξιλάρια και τον νέον εκείνον καθήμενον με ένα βιβλίον εις τας χείρας ο οποίος ως με είδεν εφοβήθη.

Επανέλαβεν εκείνος λεπτομερώς τα του ήδη γνωστού προγράμματος, υπολογίζων πόση ώρα απαιτείται από σταθμού εις σταθμόν, και εβεβαίωσεν ότι θα φθάσουν κάτω εις τον λιμένα προ της δύσεως του ηλίου. — Πόθεν, ηρώτησα, θα καταβήτε εις την Σκάλαν;

Ο δούλος επήγεν ευθύς και έδωσε την είδησιν του αυθέντου, ο οποίος ευθύς έτρεξεν εις την σκάλαν διά να τον δεχθή, και πιάνοντάς τον από το χέρι τον έφερεν εις ένα μεγαλοπρεπέστατον χοντζερέ.

ΡΩΜΑΙΟΣτον τοίχον του μοναστηρίου περίμενε ολίγον, κ' εκεί θα στείλω άνθρωπον τώρα ευθύς να σ' εύρη και να σου δώση τα σχοινιά, οπού θα έχω σκάλαν εις τα εξάρτια τα 'ψηλά ν' αναίβω της χαράς μου. Ώρα καλή! Φέρσου πιστά και θα σου το πληρώσω. Ώρα καλή· εκ μέρους μου χαιρέτα την κυράν σου. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Να σ' ευλογήση ο Θεός, παιδί μου. — Άκουσέ με. ΡΩΜΑΙΟΣ Τι είναι, παραμάνα μου;

Άμα εισήλθε, τεταραγμένη, έβαλε το μάνδαλον και τον σύρτην. — Μαρουσώ, είσ' επάνω; έκραξε με σιγανήν, αλλά συριστικήν φωνήν, ανερχομένη την σκάλαν. Μία γυνή κοντούλα, ροδοκόκκινη, εξήλθεν από την θύραν ενός θαλάμου, κ' επαρουσιάσθη μειδιώσα, αλλά και ανήσυχος το βλέμμα. — Πούαυτόν τον κόσμο, θεια Χαδούλα; ηρώτησε.

Αισθανθείσα τον ψυχρόν σίδηρον, η Αμέρσα αφήκε σπαρακτικήν κραυγήν. Οι δύο χωροφύλακες δεν είχον ακόμη απομακρυνθή, αλλ' είχαν κοντοσταθή έξω της θύρας του ισογείου, ως να εσυμβουλεύοντο τι να κάμουν. Ήκουσαν την κραυγήν εκείνην του τρόμου, εκύτταξαν επάνω κ' έτρεξαν. Τότε ανέβησαν μετά κρότου την σκάλαν κ' έφθασαν εις το χαγιάτι. Έσεισαν βιαίως την θύραν. — Εν ονόματι του Νόμου! ανοίξατε!

Μας απεχαιρέτων δε και οι δύο, ότε ο Κ. Μελέτης αποτεινόμενος προς τον ανεψιόν του: — Αφού, είπεν, οι κύριοι θέλουν και καλά να φύγουν απόψε, προς τι να λάβη τον κόπον ο Κύριος Μαιμάς να επιστρέψη και πάλιν εις το Κάστρον; Το απλούστερον είναι να καταβήτε απ' ευθείας εις την Σκάλαν, όπου ερχόμεθα και ημείς προς συνάντησίν σας.

Ο ήλιος είχε δύσει, ότε εφθάσαμεν εις την Σκάλαν. Ο Κ. Μελέτης μας επερίμενε. Κάτωθεν δεν εφαίνετο ο καπνός του ατμοπλοίου, κρυπτομένου από το προέχον ακρωτήριον, ώστε δεν εγνώριζον εισέτι εκεί ότι θα έλθη προ της συνήθους ώρας. Αλλά το δείπνον ήτο έτοιμον και δεν εβράδυνε να στρωθή η τράπεζα εντός του μικρού καφενείου. Δεν αντηλλάξαμεν πολλάς λέξεις κατά το δείπνον.