United States or Algeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Προέκρινε τον ναόν τον αλειτούργητον, αφού και εις την ενοριακήν εκκλησίαν, όπου εσύχναζεν όλην την σαρακοστήν, ετόλμα μόνον να εισέρχεται μάλλον εις τον νάρθηκα, όπισθεν του ενός φύλλου της γυναικείας πύλης, του κλεισμένου με τον σύρτηνως να ησθάνετο την ανάγκην να είν' ετοίμη προς φυγήν, άμα την εδίωκέ τις!

Τέλος εφόρεσεν έν ζεύγος πατημένον γυναικείων εμβάδων, τας οποίας εύρε, και αίτινες εκάλυπτον μόνον τους δακτύλους των ποδών και μέρος του ταρσού, αφήνουσαι έξω όλην την πτέρναν. Άλλον θόρυβον έκαμε διά ν' ανοίξη την θύραν, μη ευρίσκων εις το σκότος τον σύρτην ούτε το μάνδαλον. Αφού ήνοιξε την θύραν, επανήλθεν αίφνης οπίσω.

Αλλ' η σανίς ήτο υπόσαθρος, κακώς προσαρμοζόμενη, και ο Μώρος δεν είχεν αγαπήσει τας ειρηνικάς τέχνας διά να φροντίση να την διoρθώση. Εκείνοι έσπασαν τον μικρόν σύρτην και εισήλθον. Ο Μούρος ταχύς ως αίλουρος ανερριχήθη εις την κλαβανήν, εις το πάτωμα.

Εκεί κατά του Μακρυγιάννη τα παιδάκια της συνοικίας, παρατεταγμένα εκατέρωθεν της οδού ή προβάλλοντα εκ των θυρών και των παραθύρων γελαστάς μορφάς, φωνάζουν προς τον τροχιόδρομον, με συρτήν φωνήν: — Στράτα! Στράτα! Αίφνης ακούεται θρηνώδης κραυγή. — Χριστός και Παναγία! αναφωνεί κάποια κυρία, θάκοψε κανένα.

Έπλεεν εξ ανατολών κ' επλησίαζε προς τον έρημον βράχον, εις το άσυλόν της. Η Φραγκογιαννού ησθάνθη σκίρτημα ελπίδος μέσα της. Εκρύβη όπισθεν της κορυφής του βράχου, διά να κατοπτεύση και ίδη αν θα εγνώριζε τους επιβαίνοντας. Όταν η φελλούκα επλησίασεν, είδεν ότι είς εκ των τριών επιβατών της, όστις έσυρε την «συρτήν» από της πρύμνης, εφόρει στρατιωτικήν στολήν.

Έπειτα εστάθη προς μικρόν, επέστρεψε πάλιν εις την θύραν του κοιτώνος, έκλεισεν αυτήν ως και την άλλην θύραν του δωματίου του, την φέρουσαν εις τον διάδρομον, και ελθών εκάθισε προ του τραπεζίου του, εις ου τον σύρτην έσπευσε να κρύψη το βιβλίον. — Δεν πιστεύω, είπε καθ' εαυτόν, να ζητήση ως το βράδυ το βιβλίον της η Ελένη.

Έκρουον έξωθεν την θύραν, εις την οποίαν είχε βάλει τον σύρτην έσωθεν η Αφέντρα, καθώς συνήθιζεν, όταν ήτο εις τον νερόμυλον μόνη με τα παιδάκια της. Η Αφέντρα με κίνημα χαράς εσηκώθη, έλαβε τον λύχνον, κατέβη τας τεσσάρας βαθμίδας της ξυλίνης κλίμακος, δι' ης ανήρχετο τις από το έδαφος του μύλου εις τον θάλαμον, κ' επήγε ν' ανοίξη την εξωτερικήν θύραν. Τα παιδία σκιρτώντα έτρεξαν κατόπιν της.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Τι πράγμα; ποιος σ' ερώτησε; Θα έχωμεν και γνώμην! Ευγνώμων, κ' υπερήφανη, και είμαι, και δεν είμαι, Κ' ευγνωμονώ, κι' όχι και ναι... Ακούς εκεί! Κεράτζα, να παύσουν τα ευγνωμονώ και 'ξυπερηφανεύσου, κ' ετοίμασε τα πόδια σου την ερχομένην πέμπτην ‘ς την εκκλησίαν γνωστικά να έλθης με τον Πάρην, ει δε συρτήν έως εκεί εγώ θα σε τραβήξω!

Επάνω εις τον κινητόν σύρτην του γραφείου η Ανθούλα εδιάβασε. «Τίποτε δεν είνε εις τον άνθρωπον τόσον ευχάριστον, όσον το να μανθάνη. — Κύτταξε και τα βιβλία της βιβλιοθήκης σου. Τα ήνοιξεν η Ανθούλα το ένα μετά το άλλο ήσαν όλα χρυσοδεμένα βιβλία· με διηγήματα, περιγραφάς ζώων και φυτών, βιβλία γραμμένα από ταξειδιώτας με περιγραφάς τόπων.

Φθάνομεν εις μίαν δευτέραν προύντζινην, που ήτον κλεισμένη με ένα σύρτην ασημένιον.