United States or Yemen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η ελεεινή εν τούτοις και αλλόκοτος όψις του τυλιγμένου εις αιμοβαφή πανία εκείνου σκύλου εκίνει την περιέργειαν των διαβατών και εξήγειρε την ασυνείδητον παιδικήν ωμότητα των αγυιοπαίδων, οίτινες έτρεχον κατόπιν αυτού κραυγάζοντες και λιθοβολούντες. Την ώραν εκείνην εξελθόντες οι μαθηταί του Λυκείου εις τον συνήθη εσπερινόν περίπατον ανήρχοντο εν στρατιωτική παρατάξει τον ανήφορον της Άνω Σύρου.

Έπαιρνε κανείς απ' αυτόν εκείνο το nouveau frisson , που ήταν σκοπός του να γεννήση· τον ανέλυσε κατόπιν, τον ερμήνεψε, τον βαρέθηκε.

Κατόπιν λοιπόν όλας όσαι κατασκευάζουν αδράκτια και σαΐττες και όσα άλλα εργαλεία σχετίζονται με την κατασκευήν φορεμάτων, δεν θα τας ονομάσωμεν όλας συντελεστικάς, τας δε άλλας όσαι επιμελούνται και κατασκευάζουν αυτά τα ίδια πρωταιτίους; Νέος Σωκράτης. Πολύ ορθά. Ξένος.

Φυλλομετρών αδιακόπως, νήστις και σκεπτικός, το μέγα κατάστιχον του αλευροπωλείου του, έκαμνε λογαριασμούς, κ' επάνω εις τους λογαριασμούς άλλους λογαριασμούς, και κατόπιν ακόμα άλλους, χωρίς τέλος, ψιθυρίζων σάκκους και αριθμούς: — Τα βερεσέδια, Θωμαή. Θα μας φάνε. Είπε μίαν εσπέραν, λίαν σκεπτικός.

Το δε αποτέλεσμα της ναυμαχίας ταύτης τοιούτον ήτο διά τους Συρακουσίους· αλλά κατέλαβαν τα φρούρια του Πλημμυρίου και έστησαν τρία τρόπαια, έν επί εκάστου αυτών. Και το μεν έν εκ των δύο μικροτέρων, το οποίον εκυρίευσαν κατόπιν, κατηδάφισαν, τα δε άλλα δύο επισκευάσαντες εφρούρουν.

Ούτος δεν ηδυνήθη να κρατηθή και το ήνοιξεν. Εφάνησαν δε τα φλωρία ακτινοβολούντα εις το σκότος. — Και της αλήθειας, &μέσα& είνε, είπε μειδιάσας. — Τώρα; είπεν ο ξένος. — Ορισμός σας, είπεν ο Πρωτόγυφτος. Και προσήλθεν ευθύς προς την κλίνην της Αϊμάς. Έσεισεν αποτόμως τον ώμον της κόρης και την αφύπνισεν, αν εκοιμάτο ήδη. Ο Μάχτος ενόμισεν ότι βλέπει όνειρον, έσπευσε κατόπιν του πατρός του.

Άκουσε και κρίνε• «Κρεπέριος Καλπουρνιανός, Πομπηιουπολίτης συνέγραψε τον πόλεμον των Παρθυαίων και Ρωμαίων, ως επολέμησαν προς αλλήλους, αρξάμενος ευθύς ξυνισταμένου». Μετά τοιαύτην δε αρχήν, προς τι να σου αναφέρω τα κατόπιν, δηλαδή τας δημηγορίας του εις την Αρμενίαν, όπου μας παρουσιάζει απαράλλακτον τον Κερκυραίον ρήτορα, ή τον λοιμόν τον οποίον έστειλε κατά των Νισιβηνών, οίτινες δεν ήσαν φίλοι προς τους Ρωμαίους, δανεισθείς αυτόν καθ' ολοκληρίαν από τον Θουκυδίδην, εκτός μόνον του Πελασγικού και των μακρών τειχών, όπου οι τότε προσβληθέντες υπό του λοιμού εγκατεστάθησαν.

Θεοκατάρατε! Ανεφώνησεν ακόμη μίαν φοράν η γραία, η σορός, απειλητικώτερον. Και ο γέρω-Μπαρέκος, αφού απεμακρύνθη έμφοβος, ετάχυνε κατόπιν το βήμα και έγεινεν άφαντος.

Όταν όμως εν γνώσει και εκουσίως και κατόπιν δοκιμασίας ανακαλούν τους αποκηρυχθέντας, πώς δύναται να δικαιολογηθή η μετάγνωσις και η ανάμιξις εκ νέου του νόμου; Ο νομοθέτης δύναται να σου είπη• εάν αυτός ο υιός σου ήτο κακός και άξιος ν' αποκηρυχθή, διατί ανεκάλεσες την αποκήρυξιν; διατί τον επανέφερες εις την οικίαν σου; διατί κατήργησες την απόφασιν του νόμου; Ήσο ελεύθερος και ηδύνασο να μη πράξης ταύτα.

Αλλ' ο γέρων πνευματικός, παρών εκεί, την ενεκαρδίωνε· και όταν κατόπιν συνήλθον ομού πάντες οι ταξειδιώται και περιεκύκλωσαν την γραίαν καπετάνισσαν, τα δύο εγγονάκια της, ροδοκόκκινα και ξανθά, μετ' απορίας παρετήρουν κ' εξήταζον τον κατάμαυρον και ασυνήθη της μάμμης ιματισμόν, σύροντα περιέργως τας άκρας της μαύρης μανδήλας της· και ότε η νύμφη της η εγγλέζα, διά νευμάτων, αγνοούσα την γλώσσαν, την περιέθαλπε την πολύπαθη πενθεράν, τόσον θερμώς και τόσον εκφραστικώς, ως εάν ωμίλει την γλώσσαν της και καλλίτερα μάλιστα· και όταν ο υιός της, ο καπετάν- Γιαννάκης, ένδακρυς ανελογίζετο το πολυτάραχον παρελθόν κ' εν γένει, όταν η γραία Καπετάνισσα ανέκτησεν όλον το θάρρος της και την γαλήνην της ψυχής της, και ήρχισε ν' αναπολή και να διηγήται περί του μακαρίτου καπετάν-Τσούρμα του Παπαργυρού, και περί του οικτρού αυτού τέλους με βαθύτατον της καρδίας της πόνον, ώστε να κλαύσουν όλοι, ο γέρων πνευματικός, κατακόκκινος πάντοτε, από την κούρασιντις οίδενδεικνύων και την ωραίαν σκούναν, η οποία μακρά, με χρυσά κορζέτα, αλλά χωρίς άσπρο μπούρδο, κατάμαυρος πλέον, εκαμάρωνεν εγγύς του μεγάρου, ενώ το κύμα προσκρούον ηρέμα εις τα μαύρα πλευρά της απετέλει ελαφρόν ψόφον ως θρήνου ηχώ μακρυνήν, πλην ηδέος θρήνου, ξεκουράζοντος θρήνου, είπεν ιεροπρεπώς: — Μόνον όποιος πεθάνη, δεν γυρίζει 'πίσω, κυρά-Καπετάνισσα.