United States or Gambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πλησιάσαντες δε τους στρατιώτας του Δημοσθένους, οι οποίοι εσχημάτιζαν την οπισθοφυλακήν και εβάδιζαν βραδέως και εν αταξία ένεκα της ταραχής, η οποία είχε συμβή την νύκτα, επετέθησαν κατ' αυτών και ήρχισαν την μάχην. Οι ιππείς των Συρακουσίων περιεκύκλωσαν εύκολα το ατάκτως διεσπαρμένον εκείνο σώμα και το εστενοχώρησαν εις έν μόνον μέρος.

Αι αδελφαί μου περιεκύκλωσαν την μητέρα κλαίουσαι, ο δε πατήρ μου έκρυψεν εντός των χειρών το πρόσωπον, και η Ανδριάνα έδακνε τα δάκτυλα της, κ' εγώ ησθάνθην την καρδίαν μου αναβαίνουσαν εις τον λαιμόν μου, και τους οφθαλμούς μου θολούς, και ήτο γενικός ο θρήνος και ο κοπετός υπό την ελαίαν, ήτις μας εσκίαζεν.

Αλλ' όταν ανέβημεν εις ένα λόφον, είδαμεν ξέμακρα ωσάν κάποιας κατοικίας ή καλύβας, και διευθύναμεν την οδοιπορίαν μας προς εκείνας· και πλησιάζοντες εκεί, ιδού βλέπομεν και ήσαν πλήθος Αράπηδες μαύροι και γυμνοί, οι οποίοι ήλθον και μας περιεκύκλωσαν, και λαμβάνοντές μας εις την εξουσίαν τους μας έφερον εις τας κατοικίας των εμένα και πέντε συντρόφους μου· μας έμπασαν εις τας κατοικίας των, αι οποίαι ήσαν κάποιαι καλύβαι σκεπασμέναι με τα φύλλα των φοινίκων· τους άλλους συντρόφους μας τους επήραν άλλοι εις άλλας καλύβας, που δεν τους είδομεν πλέον τι τέλος έλαβον.

Όσον δι' εμένα και τους πέντε συντρόφους μου, όταν μας έφερον μέσα, ήλθον οι γυναίκες και τα παιδία εκείνων, και μας περιεκύκλωσαν όλοι γυμνοί και μας ωμιλούσαν με μίαν διάλεκτον, που ημείς δεν εκαταλάβαμεν παντελώς· μας έβαλαν και εκαθίσαμεν, έπειτα μας έφερον κάποια χόρτα, κάμνοντές μας νεύμα διά να φάγωμεν.

Έπειτα, κατά την παραμονήν της ορισθείσης διά την μάχην ημέρας, προσέβαλαν τα τείχη των Αθηναίων. Ότε δε εξήλθεν εις συνάντησίν των διά τινων πυλών έν απόσπασμα εξ οπλιτών και ιππέων, οι Συρακούσιοι περιεκύκλωσάν τινας των οπλιτών, τους έτρεψαν εις φυγήν και κατεδίωξαν αυτούς. Επειδή δε το πέρασμα ήτο στενόν, οι Αθηναίοι απώλεσαν εβδομήκοντα ίππους και ολίγους οπλίτας.

Τους είχα προλάβει εξυπνήσας ενωρίς, και ήσαν ήδη έτοιμοι αι γλώσσαι του χαβιαρίου εντός λαχανοφύλλων τυλιγμέναι. Η προσφορά μου τους υπερηυχαρίστησε και μετεβλήθη διά μιας το προς εμέ ύφος των. Με περιεκύκλωσαν μειδιώντες και θωπεύοντες προστατευτικώς πως τους ώμους μου. ― Μη φοβάσαι, Λουτσή. Είσαι ιδικός μας άνθρωπος. Ημείς χανόμεθα, και όχι συ.

Τα παιδιά με περιεκύκλωσαν φιλοφρόνως και με ωδήγησαν εις καλύβην εκεί πλησίον, όπου με υπεδέχθη μητρικώς γραία χωρική. Ήμην κατάκοπος, δεν είχα κοιμηθή όλην την νύκτα επί του ατμοπλοίου. Αφήκα εντός της καλύβης τον σάκκον και το όπλον μου και εξηπλώθην υπό την σκιάν ελαίας. Εκοιμώμην βαρέως, ότε ησθάνθην τον βραχίονά μου σειόμενον ελαφρώς. Ήνοιξα τους οφθαλμούς μη ενθυμούμενος πού ευρίσκομαι.

Οι Συρακούσιοι τους περιεκύκλωσαν, τους προσέβαλαν πανταχόθεν και κατετραυμάτισαν πλείστους εξ αυτών. Και, εάν μεν επετίθεντο οι Αθηναίοι, εκείνοι υπεχώρουν, εάν δε υπεχώρουν, τότε αυτοί επετίθεντο προ πάντων κατά των ευρισκομένων εις τας τελευταίας τάξεις, διά να εμβάλουν ολίγον κατ' ολίγον τους Αθηναίους εις αταξίαν και να ενσπείρουν τον τρόμον μεταξύ όλου του στρατεύματος.

Από προσποιητών φίλων και ενδιαφερομένων εξεταστών αιφνιδίως ανεπήδησαν υπό το αληθές σχήμα των, ως θανάσιμοι αντίπαλοι. Περιεκύκλωσαν τον Ιησούν, τον εστενοχώρησαν βιαίως, επιμόνως, σχεδόν απειλητικώς.

Του εφάνη ότι εγνώρισε την Λίγειαν εις την μορφήν της θεάς εκείνης της εικονιζούσης την Αρτέμιδα. Εκείναι τον περιεκύκλωσαν χοροπηδούσαι, έπειτα δε έφυγον, ως αγέλη αιγών. Και μ' όλον ότι η Άρτεμις εκείνη δεν ήτο η Λίγεια, ούτε καν της ωμοίαζεν, αυτός έμεινεν εκεί, πνιγόμενος υπό της συγκινήσεως. Ησθάνθη αιφνιδίως άπειρον θλίψιν διότι ευρίσκετο μακράν της Λιγείας.