United States or Faroe Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και να τραγουδήση, επόθησε, καθημένη υπό την ελαίαν της αμπέλου της, υψηλά εκεί επάνω εις την σκοπιάν, λυτήν φέρουσα την μανδήλαν της, να δροσίζη τον λαιμόν της, τον κάτασπρον όλον, της πρωίας η δροσιά, και ν' ανεμίζωνται τα κλώνια εις το στήθος της. Να φάγη εκεί ψωμί και μήλα από τα πρώιμα, γεύμα λιτόν και εύοσμον.

Ουδείς επειράθη να φυτεύση εις αυτήν άλλα δένδρα· ούτε συκήν, ούτε άμπελον, ούτε ελαίαν. Αλλά τόσον εύφορος είναι εις δημητριακούς καρπούς, ώστε συνήθως το έν δίδει έως διακόσια, εάν δε τύχη η συγκομιδή πλουσία, εκφέρει έως τριακόσια.

Εις το Κακόρεμα, μίαν βαθείαν και σκοτεινήν κοιλάδα, ο γέρω-Μπαρέκος, φέρων σάκκον μέγαν, επλήρου αυτόν, μετά προφυλάξεως υπόπτου, εκ μεγάλων κλάδων ελαιών, μετά του καρπού αποσπασθέντων, αναιβασμένος επάνω εις μίαν παμπάλαιον ελαίαν, ως αλώπηξ πεινώσα. — Κάνα-δυο φουντίτσες για τα παληοκάτσικα! Διέκοψε την σιωπήν των γυναικών, χωρίς να τον ερωτήσωσιν αύται. Ουδέ τον είδον καν, πού ήτο τρυπωμένος.

Ήτο βραχύς, με πενιχρά ράσα κ' είχε δέκα έως δεκαπέντε τρίχας υπό το χείλος και τον πώγωνα. Το καλύβι ήτο καλοκτισμένον, περιποιημένον, με πολλά σκεύη κ' εργαλεία γεωργικά, με αχυρώνα και σταύλον· μικρά έπαυλις. Ο καπετάν Γεωργάκης εκάθησεν υπό την ελαίαν, δέκα βήματα κάτω του δυτικομεσημβρινού τοίχου, επί όχθου τινός του κατωφερούς εδάφους.

Ένας έμπορος, απολέσας την περιουσίαν του, και κινδυνεύων να φυλακισθή, ευρέθη κρεμασμένος από μίαν ελαίαν. Τότε εις τους φόβους της τούτους η Θωμαή, μεταβαίνουσα πρωί-βράδυ, ήναπτε τα κανδήλια του Αγίου Γεωργίου, ενός μικρού ναΐσκου, παρά την άμπελον, υπό την σκιάν ελαιών και κυπαρίσσων, να τον φυλάττη ο άγιος, όπου και αν είνε, αν είνε ζωντανός.

Αυτός προπορευόμενος των συντρόφων του με είχεν οδηγήσει εις την καλύβην, μου είχε προμηθεύσει λιτόν πρόγευμα, μου είχε δείξει το ομαλώτερον έδαφος υπό την σκιερωτέραν ελαίαν, μου είπε το όνομά του και ερωτήσας έμαθε το ιδικόν μου, εν ολίγοις, μ' έλαβε τρόπον τινά υπό την προστασίαν του.

Έτσι μαζόνουν της εληές; Έλεγεν ενίοτε εις καμμίαν χήραν, ελέγχων αυτήν, διότι άφησεν ίσως καμμίαν ελαίαν, κυλισθείσαν κάτω, μακράν εις το ρεύμα. — Ας πάρη και το ρέμα! απήντα η χήρα. Όλες η δεκατιστήδες θα τες πάρουν;

Αι αδελφαί μου περιεκύκλωσαν την μητέρα κλαίουσαι, ο δε πατήρ μου έκρυψεν εντός των χειρών το πρόσωπον, και η Ανδριάνα έδακνε τα δάκτυλα της, κ' εγώ ησθάνθην την καρδίαν μου αναβαίνουσαν εις τον λαιμόν μου, και τους οφθαλμούς μου θολούς, και ήτο γενικός ο θρήνος και ο κοπετός υπό την ελαίαν, ήτις μας εσκίαζεν.

Είχε παρέλθει ήδη η μεσημβρία, και ο ιερεύς μετά του μικρού ποιμνίου εκάθησαν να γευματίσωσιν υπό την ιεράν ελαίαν, εν τω περιβόλω του ναΐσκου, εγγύς του παμπαλαίου εκείνου λιθοκτίστου κιβουρίου, το οποίον κατ' άλλους ήτο στέρνα ύδατος και κατ' άλλους κοιμητήριον ή οστεοθήκη.

Και όταν ετσάκιζεν η ημέρα, ώρα εσπερινού, εκάθητο τώρα η γρηά-Κυρατσού, υπό την αυτήν ελαίαν και αυτή, κατάμαυρη ως κορώνη, να φάγη ολίγον ξηρόν άρτον, διάβροχον από τα δάκρυά της. Και εθρήνει μάλλον ή έτρωγεν, η γερόντισσα, βλέπουσα και αυτή το αφρισμένον πέλαγος.