United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' εφαίνετο βασίλισσα 'στα θέλγητρα κι' αυτή, χαριτωμένη, κόκκινη, ξανθομαλλούσα Ρώσσα... και τώρα θα μου 'πήτε σεις κρυφά κρυφά 'στ' αυτί: μα πώς, αφού δεν είξευρα του τόπου της την γλώσσα, 'μπορούσα με την φίλην μου να συνεννοηθώ; Αν έπρεπε ως έμπορος τα Ρούσσικα να ξέρω, μήπως αυτά μ' εμπόδιζαν και να ερωτευθώ; ηγάπησα, χωρίς ποτέ μια λέξι να προφέρω.

Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Κι' ο πατέρας σου δεν ήταν έμπορος όπως κι' ο πατέρας ο δικός μου; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Τι είνε αυτές οι γυναίκες; σ' όλα ανακατώνονται. Αν ο πατέρας σου, κυρία μου, ήταν έμπορος, τόσο το χειρότερο γι' αυτόν· όσο όμως για το δικό μου πατέρα, είνε κακά πληροφορημένος όποιος σου είπε πως ήταν έμπορος. Εκείνο που έχω να σου πω εγώ είνε, ότι θέλω να κάνω γαμπρό αριστοκράτη.

Ειλικρινώς δε σοι λέγω ότι προτιμώ να σκιάζωμαι τους ληστάς επί της λεωφόρου παρά να μην είμαι βέβαιος ότι δεν είνε καταχραστής, δωρολήπτης, προδότης, συκοφάντης ή σιμωνιακός, ο τμηματάρχης, ο ταμίας, ο λοχαγός, ο έμπορος, ο δημοσιογράφος ή ο ιερεύς των οποίων σφίγγω την χείρα εν αιθούση ή ασπάζομαι αυτήν εν εκκλησία».

Είμεθα και οι τρείς δεμένοι . . . και κανείς δεν ημπορεί να λύση τον άλλον. — Και τι ανάγκην έχομεν, σε παρακαλώ; ερωτά ο έμπορος. Ανεξάρτητοι άνθρωποι είμεθα· ημπορούμεν νομίζω να σκεφθούμεν . . . Και εξακολουθούσιν αληθώς συσκεπτόμενοι οι τρεις εκείνοι ανεξάρτητοι οικοκυραίοι.

Παρ' τον ένα κτύπα τον άλλον! καθώς βλέπω, είπεν ο έμπορος, σφραγίζων την συνδιάσκεψιν, — Έπειτα, αδελφέ, προσέθηκε μετά τινος μελαγχολίας ο φανοποιός, δεν συλλογίζεστε και ταις εκατόν πενήντα κάλπαις; Βάλε 'βγάλε το χέρι μας, θα πιασθούμε ως τα ύστερα. Ας μας λείψη εφέτος αυτή η διασκέδασις. — Ας μας λείψη!

Ο κυρ-Μαργαρίτης δεν ήτον ιδίως προεξοφλητής, ή τοκιστής, ή έμπορος, ήτον όλα αυτά ομού. Ένα φόρον επιτηδεύματος επλήρωνεν, αλλ' έκαμνε τρεις τέχνας.

Θα λάβης λοιπόν τριάντα, απάντησε ο Αγαθούλης. — Ω ω! είπε πάλι μέσα του ο Ολλανδός έμπορος, τριάντα χιλιάδες πιάστρα δεν κοστίζουν τίποτε σ' αυτό τον άνθρωπο! χωρίς αμφιβολία τα δυο πρόβατα είναι φορτωμένα άπειρους θησαυρούς. Ας μην επιμείνω περισσότερο: ας πληρωθούμε πρώτα τις τριάντα χιλιάδες πιάστρα κι' έπειτα βλέπουμε.

Δι' εκείνα λοιπόν τα πράγματα, διά τα οποία χρειάζεται τέχνη, τοιουτοτρόπως κάμνουν· όταν δε ήθελεν είναι χρεία να σκεφθώσι και αποφασίσωσι διά κανέν πράγμα που αποβλέπει εις την διοίκησιν της πόλεως, σηκώνεται και τους συμβουλεύει οποιοσδήποτε και αν είναι αδιακρίτως, κτίστης, χαλκωματάς, πετσωματάς, έμπορος, πλοίαρχος, πλούσιος, πτωχός, ευγενής, πρόστυχος, και κανείς δεν τον μαλώνει, όπως μαλώνουν τους προηγουμένους, ότι τάχα χωρίς να είχον κανένα διδάσκαλον, έπειτα τολμούν να συμβουλεύσουν· διότι, καθώς φαίνεται, νομίζουν ότι τούτο το πράγμα δεν είναι δυνατόν να το διδαχθή κανείς· και όχι μόνον η κοινωνία γενικώς της πόλεως έτσι κάμνει, αλλά και ιδιαιτέρως μεταξύ μας οι πλέον σοφοί και οι καλύτεροι από τους πολίτας εκείνην την ικανότητα, την οποίαν έχουν, δεν είναι ικανοί να την παραδώσουν εις άλλους· επειδή και ο Περικλής, ο πατήρ τούτων εδώ των παιδίων, εκείνα μεν τα πράγματα, τα οποία εξηρτώντο από διδασκάλους, τους τα έμαθε καλά και σωστά, εκείνα δε εις τα οποία αυτός ο ίδιος είναι σοφός, ούτε ο ίδιος τους τα διδάσκει ούτε εις κανέναν άλλον τους παραδίδει να τα μάθουν· αλλά μόνοι των περιτριγυρίζουν και βόσκουν ωσάν λυτά ζώα, μήπως πουθενά τυχαίως συναντήσουν εμπρός των την ικανότητα.

Ναι, είπα, πρέπει να φερθώ και τώρα ως ιππότης, ας μείνω ως παράδειγμα κι' εγώ ηρωισμού! κι' αφού της χήρας έτυχε να ήμαι πατριώτης, κι' ο έρως θύρα ας γενή του πατριωτισμού. Είπα, και θεία έμπνευσις για στίχους μου κατέβη . . . κι' ενώ σακκιά εζύγιζαν οι σύντροφοι μου όλοι, κι' ο έμπορος εγύριζε παντού να με γυρεύη, ακροστιχίδα έγραφα εγώ για τον Μανώλη.

Ευρίσκετο εις την Αξόν Θηραίος τις έμπορος ονόματι Θεμίσων· τούτον προσκαλέσας ο Ετέαρχος διά να τον φιλοξενήση τον ώρκισε να εκτελέση ό,τι ήθελε ζητήσει παρ' αυτού. Αφού δε τον ώρκισε, τω παρέδωκε την Φρονίμην και τον επρόσταξε να την λάβη και να την ρίψη εις την θάλασσαν.