Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Όταν δε λέγης συνήθεια νομίζεις ότι λέγεις τίποτε διάφορον από την συνθήκην; Ή μήπως άλλο εννοείς λέγων συνήθειαν, παρά ότι εγώ όταν προφέρω τούτο εννοώ εκείνο, και συ εννοείς ότι εγώ εννοώ εκείνο; Δεν λέγεις αυτό; Κρατύλος. Μάλιστα. Σωκράτης. Λοιπόν αφού το εννοείς, όταν εγώ ομιλώ δεν έρχεται εις εσέ μία έκφρασις από εμέ; Κρατύλος. Βεβαίως. Σωκράτης.

Τότε δε θα θυμώσης, αν σου πω ακόμα πως κάθε βράδι κάνω την προσευχή μου, έτσι όπως την έκανα όταν είμουνα παιδί. Σε ποιον προσεύχουμαι δεν το γνωρίζω. Μα βάζω και τα παιδιά και προσεύχουνται για σε, για με και για τον εαυτό τους. Άφησα τα κουπιά, σηκώθηκα από τη θέση μου κ' έπιασα με τα δυο χέρια τα πρόσωπο της γυναικός μου και τη φίλησα χωρίς να μπορώ να προφέρω λέξη.

Δεν είμ' εγώ θαλασσινός, αλλά και εις την άκρην του κόσμου αν ευρίσκεσο, — και έως τ' ακρογιάλι που βρέχει του ωκεανού το τελευταίον κύμα δι’ ένα τέτοιον θησαυρόν τολμούσα ν' αρμενίσω. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ξεύρεις, το σκότος της νυκτός το έχω προσωπίδα, ειδέ θα μ' εκοκκίνιζε παρθενική σεμνότης δι’ όσα λόγια ήκουσες απόψε να προφέρω.

Καθότανε μαζεμένη στον καναπέ, σφίγγοντας το χέρι στο μάγουλό της, τα μάτια της είτανε στεγνά και χωρίς λάμψη και κοίταζε στο μέγα σκότος. Η στάση, η όψη της κι αυτά ακόμα τα χέρια της το μαρτυρούσανε. Δοκίμασα να της μιλήσω, δοκίμασα να προφέρω τόνομά της, μα δεν απάντησε και τέλος την άφησα στη θλίψη της, περιμένοντας μ' αγωνία τα λόγια, που θα ερχόντανε άμα θα ξέσπαζε η θλίψη της.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ούτε θα φάγω, ούτε θα πίω, κύριε, αλλ' ούτε θα κοιμηθώ, αν είναι ανάγκη να προφέρω πλείονας περιττούς λόγους διακηρύττουσα την απόφασίν μου . Θα καταστρέψω το θνητόν τούτο οίκημα, και ας πράξη ό,τι δύναται ο Καίσαρ. Μάθε, κύριε, ότι δεν θα παρουσιασθώ με δεμένας τας χείρας εις την αυλήν του δεσπότου σου, ούτε θα υποφέρω τας επιπλήξεις των ψυχρών βλεμμάτων της ευήθους Οκταβίας.

Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, και ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα, Τηλέμαχος, τα εύμορφα σανδάλια του εποδέθη, λόγχην εφούκτωσε βαρειά, και, ως ήταν κινημένος να πάητην πόλιν, έλεγε προς τον χοιροβοσκόν του• 5 «'Στην πόλιν αποφάσισα να υπάγω, γέροντά μου, όπως η μάννα μου με ιδή• γιατί δεν θέλει παύση πικρά να κλαίη, να θρηνή, να βαρυαναστενάζη, πριν ή με ιδούν τα μάτια της• και σε το εξής προστάζω• τούτον τον ξένον άμοιροντην πόλι θα οδηγήσης, 10 κει να ζητεύη• του πτωχού θα δώσ' όποιος θελήση χαψιά ψωμί, ρουφιά κρασί• και ως προς εμέ, να τρέφω κάθ' άνθρωπον δεν δύναμαι, με τόσα πάθη 'πώχω. κ' εάν ο ξένος χολευθή, χειρότερα θα πάθη• και την αλήθεια καθαρά μ' αρέγει να προφέρω». 15

Εις αυτήν επλησίασα όλος γεμάτος από χαράν, και πίπτοντας εις τους πόδας της, έμεινα με το πρόσωπον κατά γης, χωρίς να ημπορέσω να προφέρω ένα λόγον· τόσον ευρισκόμουν έξω από τον εμαυτόν μου.

Κι' εφαίνετο βασίλισσα 'στα θέλγητρα κι' αυτή, χαριτωμένη, κόκκινη, ξανθομαλλούσα Ρώσσα... και τώρα θα μου 'πήτε σεις κρυφά κρυφά 'στ' αυτί: μα πώς, αφού δεν είξευρα του τόπου της την γλώσσα, 'μπορούσα με την φίλην μου να συνεννοηθώ; Αν έπρεπε ως έμπορος τα Ρούσσικα να ξέρω, μήπως αυτά μ' εμπόδιζαν και να ερωτευθώ; ηγάπησα, χωρίς ποτέ μια λέξι να προφέρω.

Επότιζε τους ανθώνας. Και τα γόνατά μου, μα την ασπίδα του Ηρακλέους, σου λέγω, δεν έτρεμον όταν στίφη Πάρθων ολολύζοντα μας περιεκύκλουν, έτρεμον όμως πλησίον της δεξαμενής εκείνης. Τεταραγμένος ως παιδίον, επί πολλήν ώραν δεν ηδυνήθην να προφέρω λέξιν μόνον οι οφθαλμοί μου την εκύτταζον ικετευτικώς. Ο Πετρώνιος τον παρετήρει με κάποιον φθόνον.

Έπειτα κάθησε κ' η ίδια παραπέρα κ' ενώ έγραφα, σήκωνα κάποτε τα μάτια μόνο για να τη δω. Ο βραδινός ήλιος φώτιζε τα μαύρα της μαλλιά κ' έπαιζε στα χρώματα του προσώπου της, που έπαιρνε πάντα νέα όψη, ποτέ δεν είταν ίδιο. Και δε γέρασε ποτέ κάτι αναμεταξύ μας και δεν έγινε συνηθισμένο. Γνωρίζω πως προφέρω ένα μεγάλο λόγο. Μα είναι αληθινός.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν