United States or Honduras ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μια Αλουπού, πώς εγελάστη, Κι' σε δόκανον επιάστη Τέτιο ζώο πονηρό, Στην αλήθια δεν το ξέρω, Μήτε θέλω να υποφέρω, Να ξετάξω να το βρω. Ξέρω ωστόσο, και μου φτάνει· Πως επιάστη, και πως χάνει Για κακή της συφορά, Μ' αδιόρθωτη πομπή της Την καλήτερη στολή της, Τη μεγάλη της νορά. Κι' ήταν χρεία, ή κρυμμένη, Ήτε δάχτυλο δειγμένη Μ' εντροπή της να περνάη.

Μα βλέποντας που ήμουν στερεά εις την γνώμην μου, και που δεν ημπορούσα να τον υποφέρω με όλες τες χάρες που μου έδειχνεν, έχασε τέλος πάντων την υπομονήν, και απεφάσισε διά να ξεδικηθή εις τες καταφρόνεσές μου.

Τι δυστυχία, έλεγα· τι μου χρησιμεύει η αξία μου, ο τίτλος μου, αφού δεν έχουν πέρασιν; Εις τα μάτια του κόσμου δεν έχει κανείς ειμή όσην αξίαν ο κόσμος του δίδει. Αν εγώ η αθώα αισθάνομαι και υποφέρω τόσα μαρτύρια μόνον και μόνον διότι δεν με θέλουν διά καλήν, τι θα υποφέρη όποιος έχει την συνείδησιν βαρείαν και είναι τω όντι κακός!

Και διά να σε βεβαιώσω πως είνε έτσι, στείλε έπαρέ την, και αν την καταπείσης να με αφήση και να έλθη με εσένα, σου τάσσω πως θα την χωρίσω, και θα υποφέρω με υπομονήν την θλίψιν, που έχει να μου προξενήση ο χωρισμός της.

Γιατί τώρα ζω κάτω από τη Μοίρα, που — ό,τι και να γίνηκαθώς το βλέπω τώρα δε θα φέρη τίποτε άσκημο στη ζωή της και στη δική μου. Αυτό είχα φοβηθεί. 19 του Φλεβάρη Δεν μπορώ να υποφέρω πια. Βλέπω μαύρα, μαύρα και μόνο μαύρα γύρω μου, τόσο που φρενιάζω όταν αντικρύζω σε κανέναν καθρέφτη μοναχόν τον εαυτό μου. Και το καλήτερο είναι πως η γυναίκα μου αρχίζει να αιστάνεται κάτι από όλα αυτά.

ΠΡΩΤ. Μάλιστα, αλλ' ο έρως μου είνε τόσον ισχυρός, ώστε και ούτω δεν εστάθη δυνατόν να τον λησμονήσω. ΠΛΟΥΤ. Λοιπόν περίμενε• διότι μίαν ημέραν θα έλθη και εκείνη και ούτω δεν θα είνε ανάγκη να ανέλθης συ. ΠΡΩΤ. Αλλά δεν υποφέρω να περιμένω. Και συ ηγάπησες και γνωρίζεις τι είνε έρως. ΠΛΟΥΤ. Και τι θα σε ωφελήση να αναζήσης μίαν ημέραν και έπειτα πάλιν να έχης την αυτήν θλίψιν;

Αλλά δεν ξέρω διατί ήτο προτιμοτέρα από την αγωνίαν αυτήν. Ήτο περισσότερον υποφερτή από το σκώμμα αυτό! Δεν ήτο δυνατόν να υποφέρω επί μακρότερον την υποκρισίαν των γελοίων αυτών. Ενόησα ότι έπρεπε να φωνάξω ή ν' αποθάνω . . . και ιδού, ακόμη, ακούσατε! δυνατώτερα! δυνατώτερα, δυνατώτερα! ακόμη δυνατώτερα! «Κακούργοι, εφώναξα, δεν αξίζει πλέον τον κόπον ν' αποκρύψω τίποτε.

Δεν μπορώ να το υποφέρω αυτό, φώναξα σχεδόν. Δεν μπορώ να το υποφέρω. Να χάσω και σε και κείνον. Δεν είναι δυνατό να το θέλης. Σηκώθηκε άφωνη και στάθηκε μπροστά σα μια Νιόβη, που απλώνει τα χέρια ναγκαλιάση τα παιδιά της, που χτυπιούνται από τα βέλη των θεών ακόμα και μες την αγκαλιά της. — Άφησέ με να πάρω μαζί το Σβεν, είπε. Θα πεθάνη που θα πεθάνη.

Δεν ήτον η θάλασσα που με εφόβιζεν απεκρίθη ο άγριος άνθρωπος χαμογελώντας· επειδή και είμαι αρκετός να σταθώ εις αυτήν διά πολλούς χρόνους χωρίς να κακοπάθω· μα εκείνο που πλέον με τυρανεί είνε η μεγάλη πείνα που έχω, με το να είναι έξη ώρες που δεν έφαγα· ετούτη είνε μία διορία πολλά μακρυνή διά έναν άνθρωπον ωσάν εμένα· ώστε κάμε μου την χάριν όσον ογλήγορα ημπορέσης διά να μου φέρης φαγητά να φάγω ότι δεν ημπορώ να υποφέρω μίαν νηστείαν τόσον μακρυνήν· και μη χαλεύης να φέρης φαγητά εξαίρετα, ότι εγώ τρώγω ό,τι εύρω, με το να μην έχω ψιλό στομάχι.

Δεν μου λες λοιπόν, Χαρμίδη, γιατί κάνεις έτσι; Πες μου• τι σου συμβαίνει διά να έχω τουλάχιστον αυτό το κέρδος που αγρύπνησα μαζή σου όλη τη νύκτα. ΧΑΡΜΙΔΗΣ. Είμαι τρελλός από έρωτα, Τρύφαινα, και δεν υποφέρω πειά.