United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μπορούσα να μείνω με δεμένα τα χέρια βλέποντας σ' αυτή την κατάστασι εκείνη που, αθώα, κινδύνευσε μολαταύτα να χάση τη ζωή της; Έφυγα μαζύ της στα δάση.

Κι όταν η μαμά ρώτησε αν περίμενε πολλή ώρα εκεί, απάντησε: — Βέβαια, αλλιώς θα μ' εύρισκε η Άννα. Και τότε θα έπρεπε να πάω να κοιμηθώ. Η μαμά δεν απάντησε τίποτε σ' αυτό. Της είτανε δύσκολο να του πη πως δεν έκαμε καλά. Η αθώα του αγάπη, που είταν αφορμή της ανυπακοής του, τον υπεράσπιζε από κάθε μάλλωμα κι ο Σβεν το γνώριζε αυτό καλά.

Αλλά σφαγιάζουσα τα αθώα εκείνα θύματα κατέχεται υπό τρόμου, υπό οίκτου, και ελεεινολογεί εαυτήν: Φευ, φευ! τι προσδέρκεσθέ μ' όμμασιν, τέκνα, τι προσγελάτε τον πανύστατον γέλων; Αιαί τι δράσω; καρδία γαρ οίχεται, γυναίκες, όμμα φαιδρόν ως είδον τέκνων. Ουκ αν δυναίμην, χαιρέτω βουλεύματα τα πρόσθεν... Δότ', ω τέκνα, δότ' ασπάσασθαι μητρί δεξιάν χέρα. Ο φιλτάτη χειρ, φίλτατον δε μοι κάρα

Η αγόρευσις του Μανώλη συνεκίνησε τον πατέρα του και αν ήτο εκ των ανθρώπων που ανακαλούν εύκολα τον λόγον των και αν δεν ήξευρεν ότι η Πηγή ήτο αθώα τόσον διά την εχθρικήν σκαιότητα του αδελφού της, όσον και διά την υπερβολική ν αυστηρότητα του πατρός της, θα του έλεγεν ίσως· «Καλά, παιδί μου, έχεις δίκιο· και εγώ είμαι σύμφωνος να μη γίνη αυτός ο γάμος». Αλλ' εθεώρει την υποχρέωσίν του τοσούτο μάλλον απαραβίαστον καθ' όσον είχε γίνει αφορμή ν' απορριφθούν αι προτάσεις άλλου διά την Πηγήν, ανεγνώριζε δε ότι και οι Θωμαριανοί είχαν υπό τινας επόψεις δίκαιον.

Εις τι ηδύνασο να παροργίσης τον Θεόν; Είσαι αθώα και αγνή, ως τα ουράνια πλάσματα. Και όμως πάντες σε καταδιώκουσι. Πάντες σε αδικούσιν. Ουδείς σε υπερασπίζει. — Και τίνες είνε αυτοί οι εχθροί; ηρώτησεν η Αϊμά. — Όλη η ανθρωπότης, απήντησεν η ξένη. — Τι τους έκαμα; — Εις ουδέν έπταισες. Αλλ' είνε ανάγκη να πληρωθή το πεπρωμένον.

Τραχίνιαι Το δράμα αυτό περιστρέφεται γύρω από τον οικτρό θάνατο του Ηρακλή από ερωτικά φίλτρα της συζύγου του Δηιάνειρας, που είχε παρασυρθή στην πράξη της από υπερβολικό έρωτα. Η ακουσία δολοφόνος αυτοκτονεί και ο Ηρακλής, πριν πεθάνη, μαθαίνει πώς είναι αθώα. Η μετάφραση οφείλεται στον Άριστο Καμπάνη.

Αφού ακρίβηναν ταλεύρια, Λαλεμήτρο, πάρε 'λιγώτερα σακκιά. Ετόλμησε να παρατηρήση η αθώα γυνή, μαλακύνουσα την αγωνίαν του συζύγου της. Αλλ' εκείνος θέλων να παίξη ίσως, θέλων να γελάση πιθανώς, ήνοιξε το στόμα του το κλειδωμένον έως τότε και είπεν: — Όπως έγεινε σήμερα ο κόσμος με τα βερεσέδια, καλλίτερα είνε να μην παντρεύεται κανένας!

Και το επίστευσα. Ω αθωότης, αθώα αθωότης! Τι είσαι λοιπόν και χάνεσαι; Χιών είσαι και λυώνεις, καπνός και διαλύεσαι, αράχνη και σε διασπά ο άνεμος; Την νύκτα ήλθαν εις τα σπίτι μας δύο ηλικιωμένοι, με τα βιολιά, και ετραγούδησαν τα Χριστούγεννα. Η μητέρα έφερε δύο μεγάλα χριστόψωμα και μίαν προσφοράν διά την λειτουργίαν· και αργά-αργά παρασκεύαζε παχείαν όρνιθα, διά το εωθινόν πρόγευμα.

Όλα εγελούσαν ως μικρά αθώα παιδία, όλα εμοσχοβολούσαν εις την μικράν εκείνην νήσον, όλα ήσαν λαμπροφορεμένα· τα περισσότερα παιδία είχαν φορέσει καινουργή τριζοκοπούντα υποδήματα, κ' έκαμνον κρότον και κρότον επάνω εις της πλάκες της Εκκλησίας. Τι εύμορφον Πάσχα! Την ψαλμωδίαν του, μοι φαίνεται, δεν την ήκουσα πλέον.

Γονάτισετην άκρη Του βράχου κ' έγνεψε 'ψηλά. Δεν του 'μιλούν τα χείλη, Μιλάει η καρδιά του, η ψυχή, Μιλάει του Παντοδύναμου, 'μιλάει τα λόγια εκείνα, Οπού τα λένε προσευχή, Αγνά 'σάν τα τριαντάφυλλα, αθώα 'σάν τα κρίνα. Ήταν εκείν' η προσευχή για όλο μας το Γένος. Και τόσος του ήταντην καρδιά, ο πόνος σωρειασμένος Οπού τον έκοψ' ίδρωτας.