United States or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καθώς δηλαδή εις τα δικαστήρια, αν δύο άνθρωποι την ιδίαν μαρτυρίαν μαρτυρώσι και ο μεν νομίζεται καλός και αγαθός, ο δε μοχθηρός, διά την μαρτυρίαν του μοχθηρού ουδόλως θα επείθοντο οι δικασταί, αλλ' ίσως έκαμνον και τα εναντία, διά δε την του καλού και αγαθού, και αν ούτος τα αυτά εμαρτύρει, πολύ θα επείθοντο.

Της έκαμνον τόπον τα σόια. Κ' εθαύμαζε και η ιδία διανοουμένη: — Τι είνε ο κόσμος! Και ο κυρ-Μανωλάκης με την φέσαν του την υψηλήν υπερηφάνως περιέφερε τον δίσκον ασημένιον, απαστράπτοντα, απαγγέλλων μετά στόμφου πανηγυρικού: — Το λάδι της εκκλησίας! Βοήθειά σας! Και αντήχει η φωνή του καθαρά και εύηχος ως απαραίτητος του ναού ψαλμωδία: — Το λάδι της εκκλησίας! Βοήθειά σας!

Υπέθεσε προς στιγμήν ότι ίσως τα παιδία έκαμνον, τρέχοντα, τον γύρον του δάσους και θα επέστρεφον από του άλλου μέρους, οπόθεν ηκούετο τω όντι μικρόν γαύγισμα.

Ώστε κατ' ανάγκην θα εισπνέωσι τον αέρα διά του στόματός των. Τούτο όμως θα εποίουν και τα άλλα ζώα, αλλά πραγματικώς δεν το κάμνουσι, και οι ιχθύς δε, όταν είναι εκτός του ύδατος, θα έκαμνον αυτό φανερά . Αλλά προφανώς δεν το κάμνουσι. 2.

Και το μεν ιππικόν των Σκυθών πάντοτε έτρεπεν εις φυγήν το ιππικόν των Περσών, οι δε ιππείς των Περσών φεύγοντες κατέφευγαν εις το πεζόν· οι δε Σκύθαι αφού έτρεπον το ιππικόν υπέστρεφον φοβούμενοι τον πεζόν στρατόν. Τοιαύτας προσβολάς έκαμνον οι Σκύθαι και κατά τας νύκτας.

Το πολύπειρον και δόλιον πνεύμα του αλβανού ήρχετο ευθύς κ' εξουδετέρου το μίσος και η φυσική θυμοσοφία του έλληνος ώστε δεν έκαμνον άλλο παρά να συμπληρώνη ο ένας τας ελλείψεις και τα μαθήματα του άλλου.

Και πάλιν, αν ήτο βεβαία ότι κανείς άλλος δεν είχεν ακούσει, είνε αμφίβολον αν θα έλεγε τίποτε. Αλλ' η υπόληψίς της, βλέπετε, και το «ο κόσμος είνε κακός», την έκαμνον να θορυβή.

Όλα εγελούσαν ως μικρά αθώα παιδία, όλα εμοσχοβολούσαν εις την μικράν εκείνην νήσον, όλα ήσαν λαμπροφορεμένα· τα περισσότερα παιδία είχαν φορέσει καινουργή τριζοκοπούντα υποδήματα, κ' έκαμνον κρότον και κρότον επάνω εις της πλάκες της Εκκλησίας. Τι εύμορφον Πάσχα! Την ψαλμωδίαν του, μοι φαίνεται, δεν την ήκουσα πλέον.

Ο Γιάννος παρηκολούθει τας κινήσεις των εκείνας περιέργως· εφαίνοντο ότι όλοι εκείνοι οι άνθρωποι δεν έκαμνον τίποτε άλλο παρά ητοιμάζοντο πυρετωδώς εις ευωχίαν· εφαίνετο ότι όλη των η ζωή ούτω διήρχετο. Αλλ' ο Γιάννος δεν έβλεπε κανένα ζώον εις την αυλήν· ποίον θα ήτο το θύμα των; Μήπως εγίνοντο δι' αυτόν όλαι εκείναι αι ετοιμασίαι; Και ποίος να τον εμποδίση, από ποίον να εύρη προστασίαν!

Είς δύο-τρεις φιλαργύρους, οίτινες, όταν επλησίαζεν ο δίσκος, έκαμνον πως κοιμώνται, παρουσίαζε κατ' επανάληψιν τον αργυρούν δίσκον φωνάζων δυνατώτερα: — Το λάδι της εκκλησίας! Έως ου τους ηνάγκαζεν εξ εντροπής να δώσουν τον οβολόν των. Μόνον ο γέρω-Μασώνος, απόστρατός τις ναύτης, μόνον εκείνος του εγλύτωνε πάντοτε.