United States or Norfolk Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όχι μα τον Δία, είπον εγώ, αλλ' εκείνος που τα είπε και εις τον Φοίνικα, δηλαδή ένας κάποιος Αριστόδημος Κυδαθηναιεύς, ένας κοντούλης και ξυπόλυτος πάντοτε. Αυτός ήτον, όπως εγώ νομίζω, ένας από τους θερμοτέρους της εποχής εκείνης θαυμαστάς του Σωκράτους και ήτο παρών κατά την συναναστροφήν.

Παραμονή των Χριστουγέννων τάχα. Σαράντα ημέρας οι άνθρωποι ενήστευον. Η καλύβη, η χρησιμεύουσα ως κρεοπωλείον, είχε καταληφθή υπό τινος ναυπηγού, όστις υπ' αυτήν εσκάρωσε πλοιάριον. Την παραμονήν το έρριψεν εις την θάλασσαν μ' ευχάς κ' ευλογίας, και ο κρεοπώλης κατέλαβε πάλιν την καλύβην, ακολουθούμενος από χοίρους, τράγους και αμνούς, όλα προς σφαγήν διά τα Χριστούγεννα.

Πριν φτάση έξω από τα χωριά τον απαντάει ο διάβολος·Γεια σου, πατριώτη. — Γεια της αφεντιάς σου, κυρ διάολε. — Πούθεν έρχεσαι; — Από το γιαλό. — Και η βροχή πού σ' απάντησε ; — Στο δρόμο. — Έλα δα!... — Μα τα κέρατά σου στο δρόμο. — Και δε βράχηκες; Εγώ έγινα μουσκίδι. Ο ναύκληρος εγέλασε. — Α, λέγει, πονηρά! Εγώ ξέρω μια τέχνη και δε βρέχουμε.

Φαίδρος Όχι, μα τον Δία, όχι καθόλου παρομοίως, αλλά προ πάντων η ρητορική η ασχολουμένη εις τας δίκας λέγεται και γράφεται τέχνη, λέγεται δε ομοίως και η περί τας δημηγορίας ασχολουμένη· περισσότερον από αυτά δεν έχω ακούσει.

Ο Ρουσκάδ εις τον ίδιον καιρόν της εφανέρωσε και αυτός το όνομά του, και εδιηγήθη το συμβεβηκός του με την έλαφον. Δεν είχεν αυτός ακόμη τελειώσει την ιστορίαν του, και ιδού βλέπουν άνθρωπον μεσιακής ηλικίας καβαλλάρην που βιαίως έτρεχεν. Αυτός ήτον σχεδόν γυμνός, και απέρασε τόσον από σιμά τους, που η βασίλισσα τον εγνώρισε και ευθύς εφώναξεν. Ω ουρανέ, αυτός είναι ο άνδρας μου.

Χάνει από τα μάτια του ένα άνθρωπο ζωντανό, κι' εκείνος, που φεύγει και πάει, κι' εκείνος που μένει πίσω, και δε χάνει έναν πεθαμένο. Ο καρβανάρης ο Ρόβας έσχιζε από τη μια την άκρη ως την άλλη την πλατύχωρη αυλή του χανιού, κι' έλεγε: — — «Τελειώστε γλήγορα· πέρασε η ώρα». Πώς περνούν γλήγορα οι ώρες του ξεχωρισμού!

Μ' αρέσει. Αν κακό του κάνης, θα σε παρατήσω και ρέβοντας μακρυά από του κορμιού μου τη ζεστασιά, θα μαραθής από χτυκιό κι' απ' την απελπισιά! ΓαλέριοςΆγιος Δημήτριος. Μα και η μάννα μου αν ζούσε, γυιόν ακόμα και αν είχα, Θε να τους έσφαζα, στ' ορκίζομαι, και ούτε τρίχα δεν θα μου καιγότανε. Γιατί πιστεύω πως είμαι βαλμένος σ' αυτή την εξουσία από τους θεούς.

Τέλος ήλθε στιγμή, οπότε η αρχαία φύσις του επεκράτησε και πάλιν. Του εφάνη ότι ήτο πολύ μωρός να γεμίζη την κεφαλήν του από πράγματα, τα οποία λύπην μόνον του είχον προξενήσει. Απεφάσισε να λησμονήση την Λίγειαν και ερρίφθη εις τον ανεμοστρόβιλον και εις τας ηδονάς του ελαφρού βίου, με την συνήθη ορμητικότητά του.

Απήστραψεν από την λάμψιν τον δοράτων τον Αμαληκιτών· διεσείσθη από τους βαρείς τροχούς των αρμάτων του Σεσώστριδος· απήχησεν από τας συριζούσας νευράς του Σεναχερίβ· είχε ποδοπατηθή υπό των φαλαγγών του Μακεδόνος· ηκούσθη εκεί η κλαγγή των ρωμαϊκών όπλων· προωρίζετο κατόπιν να αισθανθή το μένος των σταυροφόρωνμίαν μεγάλην εποποιίαν ηρωισμού και δόξηςκαι ν' αντιλαλήση τας αγρίας κραυγάς των από Αγγλίας και Γαλλίας καταβάντων πολεμιστών.

Eμένα μ' έμαθαν από μικρό παιδί όλ' οι άνεμοι από λεβάντε σε πονέντε και από βοριά σε όστρια· κ' εσυντρόφεψαν το νυχτοπερπάτημά μου όλα τ' αστέρια τ' ουρανού. Εγώ είμαι ο Καληώρας ο βλάμης σας, που με γνωρίζουν τα πόρτα της Μαύρης, και της Άσπρης τα λιμάνια απ' άκρη σ' άκρη, και πώς εσείς δεν με γνωρίζετε; Αυτά και άλλα ήθελα να τους ειπώ· αλλά δεν ημπορούσα να βγάλω λέξι από το στόμα μου.