United States or Paraguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και κολακεύοντάς τον, του παίνευε τα γίδια και τον παρακάλεσε να παίξη με το σουραύλι του ένα τσοπάνικο· και τούλεγε πως γλήγορα θα τον κάνη ελεύθερο, γιατί όλα τα μπορεί. Και σαν τον είδε ήμερο, κάνοντας του καρτέρι τη νύχτα, που γύριζε τα γίδια απ' τη βοσκή, πρώτα τον εφίλησε βγαίνοντας μπροστά του· ύστερα τον παρακαλούσε να του γυρίση τα πισινά του, έτσι όπως κάνουν οι γίδες στους τράγους.

Μα τα γνώριμα ήτανε τόσο πιο γλυκά από την ασυνήθιστη ευτυχία, που έκλαιγε, όταν εχωριζότανε καθέν' απ' αυτά· και μήτε τα καρδάρια τα εκρέμασε προτού ν' αρμέξη, μήτε το τομάρι προτού να το φορέση, μήτε το σουραύλι προτού να το παίξη, μα τα εφίλησε όλα αυτά κ' εχαιρέτισε τα γίδια κ' εφώναξε τους τράγους με τ' όνομά τους. Κι απ' την πηγή ακόμη έπιε, επειδή πολλές φορές είχε πιεί και με τη Χλόη.

Και τότε σαν τα σκυλιά, καθώς λέει ο λόγος, άμα τα λύσουν, επηδούσαν, έπαιζαν το σουραύλι, τραγουδούσανε κ' επάλευαν με τους τράγους και τα πρόβατα. Κ' εκεί που διασκέδαζαν, τους έρχεται άξαφνα γέρος, που εφορούσε φλοκάτα και ποδίνες κ' είχε κρεμασμένο στο πλάι του ταγάρι· κ' ήτανε το ταγάρι του παλιό.

Οι δε Αιγύπτιοι περί ων ωμίλησα προ ολίγου δεν θυσιάζουσι μήτε αίγας μήτε τράγους διά την εξής αιτίαν. Οι Μενδήσιοι συγκαταριθμούσι τον Πάνα μεταξύ των οκτώ θεών οίτινες εγένοντο πρότεροι των δώδεκα. Ένα τράγον σέβονται περισσότερον από όλους, και όταν ούτος αποθάνη μέγα πένθος επιβάλλεται εις όλον τον νομόν. Αιγυπτιστί και ο τράγος και ο Παν λέγεται Μένδης.

Αίφνης είς των βαρβάρων διαπρεπής και μεγαλόσωμος, όστις εφαίνετο εξασκών εξουσίαν τινά επί τους άλλους, υψώσας τους οφθαλμούς προς ανατολάς, είπεν αραβιστί·Ομνύω εις τον Αλλάχ, αν πέση ο προδότης εις τας χείρας μου, να τον θυσιάσω ως αυτούς τους τράγους! — Ποίος προδότης; ηρώτησεν είς των συντρόφων του.

Και βόσκω τράγους που θα τους κάμω μεγαλείτερους από τα βώδια τουτουνού· και δε βρωμάω καθόλου εξαιτίας τους, αφού δε βρωμάει κι' ο Πάνας, που στο περισσότερο μέρος του κορμιού του είναι τράγος. Και μου είναι αρκετό το τυρί και το ψημένο ψωμί και τ' άσπρο κρασί, όσα έχουνε πλούσιοι χωριάτες.

Μα φοβάμαι να τη φιλήσω· δαγκόνει την καρδιά το φιλί και καθώς το νιο μέλι με κάνει να τρελλαίνουμαι· και φοβάμαι μήπως την ξυπνήσω, άμα τη φιλήσω. Ω τα φωνακλάδικα τα τζιτζίκια, δε θα την αφίσουνε να κοιμηθή, επειδή λαλούνε δυνατά. Μα κ' οι τράγοι μαλόνοντας χτυπούν τα κέρατά τους. Ω τους λύκους, τους πιο φοβιτσάρηδες κι' από τις αλεπούδες, αφού δεν άρπαξαν τους τράγους.

Μα δε βλέπεις, Δάφνη, τις γίδες και τα κριάρια και τους τράγους και τις προβατίνες, πως εκείνοι κάνουν ορθοί κ' εκείνες παθαίνουν ορθές; εκείνοι αφού πηδήσουν, κι αυτές αφού τους κρατήσουν στα πισινά τους; Κ' εσύ θέλεις να πλαγιάσω χάμου μαζί σου γυμνή; κι όμως εκείνες πόσο πιο μαλλιαρές είναι από μένα, αν κ' είμαι ντυμένη.

Άλλοτε, εξ εναντίας, του ήρχετο μία υπερβολική ευθυμία, ως παροξυσμός τρέλλας· και κρατούμενος από κλάδον εχοροπήδα, προσπαθών να μιμηθή με το στόμα τον ήχον της λύρας, ή κατεδίωκεν άνευ λόγου τους τράγους και τας αίγας, από ανάγκην ακάθεκτον να τρέχη και να πηδά, να δαμάση μίαν ορμήν λάβρον, ένα αναβρασμόν χυμού νέας ζωής, όστις εκυκλοφόρει εις τας φλέβας του και ανέδιδεν ατμούς μέθης εις την κεφαλήν του.

Και αφού φωτιάν ανάψαμε κ' εκάμαμε θυσία, εφάγαμ' από τα τυριά, κ' εκείνον καρτερώντας καθόμασθε• ήλθε απ' την βοσκή, και από φρυγμένα ξύλα έφερνε βάρος φοβερό, να τα 'χη για τον δείπνο• και εις τ' άντρο μέσα ως το 'ριξε φρικτόν σήκωσε βρόντο• 235 τρέμοντας εσυρθήκαμετου άντρου μες τα βάθη. τα παχειά πρόβατ' έμπασετο ευρύχωρο το σπήλαιο. όλα όσα εκείνος άρμεγε, τ' αρσενικ' άφησ' έξω, τράγους, κριάρια, 'ς τον βαθύ τον γύρο της αυλής του. κ' ευθύς εσήκωσ' έβαλε θυρόπετρα μεγάλη 240 βαρειά πολύ, 'που από την γη να σείουν δεν θ' αρκούσαν είκοσι δυο τετράκυκλα καλοφθειασμέν' αμάξια. με τέτοιον βράχον άμετρον έφραξ' αυτός την θύρα. και άρμεγε αυτού καθήμενος γίδαις και προβατίναις με τάξι, κ' έπειτ' έβαζε της καθεμιάς τ' αρνί της. 245 και αφού 'χε πήξει το μισό από το λευκό γάλα, τα εμάζευσε και το 'θεσεν εις τα πλεκτά καλάθια• και τ' άλλο μισό 'πώμεινε το 'βαλε μες τ'αγγεία, έτοιμο για τον δείπνο του, να παίρνη και να πίνη. και άμ' όλα εκείνος βιαστικά τα έργα του είχε κάμει, 250 την στιά ξανάναφτε, κ' εμάς κυττώντας είπε• «ω ξένοι, ποιοι είσθε; πόθεν πλέετε τους δρόμους της θαλάσσης; να εμπορευθήτ' εβγήκετε, ή του κακού πλανάσθετα πέλαγα ως οι πειραταίς; πλανώνται αυτοί και φέρουν, την ζωή τους κινδυνεύοντας, βλάβη των αλλοφύλων». 255