United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είτανε τόσο αλιώτικη, τόσο φοβερή, σαν κανένα φάντασμα. Γύριζε έτσι απάνου κάτου σ' όλο το σπίτι, κ' είχε το κουράγιο να βγη και στο δρόμο σε κείνη τη κατάντια. Μόλις την είδα, έμεινα. Της λέω, «δε ντρέπεσαι, Αννούλα, νάχης πένθος και να κάθεσαι να στολίζεσαι με λουλούδιαΚαι τι μου απάντησε; «Ίσα, ίσα, αφού έχω πένθος μέσα μου, πρέπει να στολίζουμαι απ' όξω». ΓΙΑΓΙΑ Καημένε και συ.

Τ' είν' αυτό που ασπρίζει; — Είναι χέρια. Δεν βλέπεις; Δυο χέρια γυμνά που κτυπούν το χώμα. — Δεν ακούς; — Ακούω. Ο άνεμος βογγάει μέσα στο πένθος του κάμπου. — Όχι, δεν είν' ο άνεμος. Η φωνή φωνάζει κάποιον να βγη απ' το χώμα : «Έλα! Έλα !. .. » Τον φωνάζει. — Ναι, ακούω τώρα. Φωνάζει: «Έλα! Έλα.... Τα χέρια κτυπούν το χώμα. Τα μαλλιά σέρνονται χάμω. Η φωνή φωνάζει: «Έλα ! Έλα....»

ΘΕΡΑΠΩΝ Αν ήταν ξένος ο νεκρός, δεν μ' έμελε να βλέπω εσένα να γλεντάς εδώ. ΗΡΑΚΛΗΣ Βέβαια, για έναν ξένο δεν έπρεπε να μείνω εγώ χωρίς φιλοξενία. ΘΕΡΑΠΩΝ Δεν είναι ξένος ο νεκρός. Είναι πολύ δικός μας. ΗΡΑΚΛΗΣ Πώς; Πάει τέτοια προσβολή ο Άδμητος σε μένα να κρύψη από τον ξένον του τη λύπη του; ΘΕΡΑΠΩΝ Δεν ήλθες σε μια στιγμή κατάλληλη. Εμείς έχομε πένθος.

Είδα, φίλη μου, πένθος αληθινόν και εγκάρδιον εικονισμένον εις όλων τας μορφάς, είδα τας θύρας και τα παράθυρα των εμπορικών καταστημάτων ενδυμένας μελανά παραπετάσματα· είδα τριάκοντα στεφάνους σωρευμένους επί του φερέτρου του· είδα δάκρυα ανεπίπλαστα σταλάζοντα επί του ψυχρού του μετώπου! Κλείω βαρύθυμος την επιστολήν μου, ήτις και εις σε βεβαίως βαρυθυμίαν θέλει προξενήσει.

Τάσπρα μάτια της άρρωστης έπαιρναν κάτι αναλαμπές σαν το υγρό σμάλτο: ασπροκίτρινες, καμμιά φορά μαυροκόκκινες σαν της φλόγας το πένθος, σταχτοπράσινες-φευγαλέες σαν πνοές-καθώς γυρίζανε στις κόγχες τους, μέσα στο σκιόφωτο, από το μέρος της πόρτας κατά την εταζέρα πούτον το ξυπνητήρι και χτυπούσε γλήγορα σαν καρδιοχτύπι. . . Πώς δεν πέθανε αυτήν τη νύχτα η Βεργινία ! – – – – – –

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Ω αγαπητή μου κόρη, ποίος άραγε εκ των θεών σε ανήρπασε ; Ποίον χαιρετισμόν τώρα πρέπει να σου απευθύνω ; Πώς δε να πεισθώ ότι δεν είναι μύθοι αυτά όσα μου λέγουν προς παρηγορίαν μου, διά να παύση το πικρότατον πένθος μου, ότι σ' έχασα διά παντός; ΧΟΡΟΣ Ιδού έρχεται και ο βασιλεύς Αγαμέμνων, ίνα τους αυτούς λόγους σοι επαναλάβη. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ και οι ΑΝΩΤΕΡΩ

Κ' εκείνο κρύο, ασυγκίνητο εσώριαζε με τη φλύαρη γλωσσά του ακατάπαυστα πένθος και θλίψι περίγυρα. Ωνόμαζε πνιγμούς, εμετρούσε σκληρούς θανάτους, έλεγε ναυάγια, περιουσίας χαμούς, ονείρων σβύσιμο, εσυνέπαιρνε χαρές κ' ελπίδες με την ορμή αγρίου και καταστρεφτικού δρόλαπα.

Δεν βλέπεις μαύρα που φορώ, δεν βλέπεις τα μαλλιά μου κομμένα; ΗΡΑΚΛΗΣ Ποιός επέθανε; Μήπως παιδί κανένα ή μήπως ο πατέρας του ο γέρος; ΘΕΡΑΠΩΝ Όχι ξένε, επέθανε η γυναίκα του. ΗΡΑΚΛΗΣ Τι λες; Με τέτοιο πένθος στο σπίτι με εδεχθήκατε; ΘΕΡΑΠΩΝ Ντρεπότανε να διώξη τον ξένο από το σπίτι του, ο Άδμητος, σαν ήλθε. ΗΡΑΚΛΗΣ Ω άμοιρε, τι σπάνια γυναίκα εστερήθης!

Επρόσθεσε αυτά εις το γράμμα της Καρολίνας: «Για τελευταία φορά, για τελευταία φορά ανοίγω αυτά τα μάτια. Αχ! δεν θα δουν πια τον ήλιο. Θολερή, συννεφιασμένη ημέρα τον κρατεί σκεπασμένο και ο ουρανός είναι σκοτεινός. Έτσι έχε πένθος, φύσις· το παιδί σου, ο φίλος σου, ο εραστής σου πλησιάζει στο τέλος του. Ω Καρολίνα!

Τώρα πια, περίμενε με κάτω κ' ετοίμασε τα δώματα, κοντά σου να καθίσω. Εγώ εδώόλους αυτούς διαταγή θα δώσω στο ίδιο με σένα φέρετρο να βάλουνε κ' εμένα και να μ' απλώσουν δίπλα σου, στο πλάι σου. Δεν θέλω ούτε νεκρός να χωρισθώ ποτέ μου από σένα, που μόνη μου έμεινες πιστή. ΧΟΡΟΣ Όλοι εμείς μαζί σου το πένθος θα κρατήσωμε, που αλήθεια της αξίζει.