United States or Lebanon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το ψυχομάχημα, ο θάνατος, το πένθος, οι ετοιμασίες όλα ήταν για τη σκέψη του ψηφίδες που τούδειχναν μια θαυμαστή και μεγαλόπρεπη εικόνα. Σκυφτός άκουε το μυρολόγι της Ελπίδας κ' ένοιωθε το πνεύμα του να γυρίζη μέσα στα χερόγραφα των παλιών Ευμορφόπουλων. — Εγώ σε βεβαιώνω, είπε άξαφνα με φαρμάκι στο Θεομίσητο, πως και τα παιδιά έχουν την ψυχή της μάννας τους.

Δεν τον έκλαψε καθόλου: ούτε κλάμματα, ούτε θρήνους, μονάχα τα μέλη της έγιναν όλα άσπρα και αδυνάτισαν. Η ψυχή της πήρε μια δυνατή επιθυμία να χωριστή από το σώμα. Ο Ρόχαλτ προσπαθούσε να την παρηγορήση. — Βασίλισσα, έλεγε, δεν θα βγη κανένα κέρδος από ένα καινούργιο πένθος.

Πώς θα βρεθή διέξοδος καμμία, ω Ζευ πατέρα, να σωθούν από την δυστυχία οι βασιλιάδες; Άρά γε το χέρι σου θα βάλης ή από τώρα τα μαλλιά της κεφαλής να κόψω και μαύρα να φορέσωμε και πένθος να ντυθούμε; Ω, φίλοι! Δεν υπάρχει πια καμμιά αμφιβολία. Εν τούτοις όμως στους θεούς θερμά ας προσευχηθούμε γιατί αυτοί είναι δυνατοί, κι' όλα μπορούν να κάμουν.

Τα επικαθήμενα νέφη ούτε όμβρον ηπείλουν ούτε άνεμον, εφαίνοντο μόνον ότι έμενον κρεμάμενα επί του ορίζοντος ως μορμολύκεια, ως ράκη πενίας ηπλωμένα επί δώματος και μάτην επαιτούντα μίαν ακτίνα παρά του ηλίου. Οι άνθρωποι ησθάνοντο ανεξήγητον αγωνίαν υπό την πίεσιν ταύτην των στοιχείων, και το πένθος της φύσεως μετεδίδετο εις αυτούς.

Η ψυχή του δεν αντέχει εις λύπην διαρκή, αλλ' αισθάνεται την ανάγκην να γελάση και να χαρή, ενώ δε η θλίψις τον πιέζει, η λάμψις του γέλωτος διασχίζει ενίοτε της κατηφείας τα νέφη. Υπάρχουν και καρδίαι εντρυφώσαι εις την θλίψιν και διαιωνίζουσαι το πένθος, αλλά τούτο δεν είναι φυσικόν. Η φύσις επουλόνει τας πληγάς, και οργά επί τέλους η καρδία προς την φαιδρότητα και επιζητεί την χαράν.

Και σαν λιοντάρι που γεννά μουγκρύζοντας η Αγαύη τούκοψε το κεφάλι του μητέρα του κι' ας ήταν, και στην κοιλιά του ορμητικά η Ινώ ποδοπατώντας του σύντριψε τον ώμο του μ' όλη την ωμοπλάτη· τα ίδια κι απαράλλαχτα κ' η τρίτη η Αυτονόη· κ' οι άλλες που τη βακχική πομπήν ακολουθούσαν ταπομεινάρια κρέατα μοίρασαν μεταξύ των, κι όλες γεμάτες αίματα γυρίσανε στη Θήβα φέρνοντας από το βουνό πένθος κι όχι Πενθέα.

Τι πένθος έρριξαν στον τόπο αυτοί που σας πρόδωσαν! Καταραμένοι να είναιΣέρνοντας φέρνουν τη Βασίλισσα έως τ' αναμμένα αγκάθια, που βγάνουν μεγάλες φλόγες. Ο Ντινάς, ο άρχοντας του Λιντάν, πέφτει στα πόδια του Βασιλιά. «Βασιληά, άκουσέ με.

Κ' έπειτα εγώ το πένθος σου δεν θάχω ένα χρόνο, αλλά για όλη τη ζωή και ως που να πεθάνω θα νοιώθω περιφρόνησι για κείνην που μ' εγέννα και θα μισώ το γέρο μου πατέρα. Και οι δυο τους με λόγια μ' αγαπούσανε, αλλ' όχι και με έργα. Συ μοναχή δεν 'δείλιασες να δώσης τη ζωή σου, για να μου σώσης τη ζωή.

Ο Φραγκούλης Φραγκούλας δεν εφόρει πλέον το ωραίον του μαύρον φέσι, το τουνεζιάνικον· έφερεν οικιακόν μαύρον σκούφον επί της κεφαλής. Αλλ' ευρίσκετο σήμερον εις την εξοχήν. Εάν τον συνηντώμεν την προτεραίαν εις την αγοράν, κάτω εις την πολίχνην, θα εβλέπομεν ότι είχε βάψει μαύρον το φέσι του . . . Είχε πρόσφατον πένθος. — Αχ! Τώχασα το καϋμένο μ', το ευάγωγο, τώχασα!

Ο Αμλέτος καταλαμβάνεται από πένθος καθολικόν, γίνεται απαισιόδοξος, διότι βλέπει το Κακόν να εκτείνη το κράτος του και εις τον πραγματικόν κόσμον και εις τον πνευματικόν καθώς εις την ψυχήν του Φαύστου του Goethe, εις την ψυχήν του Αμλέτου στενάζει όλος ο πόνος της ανθρωπότητος.