United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πήγαιν' ευθύς, εύρε νερόν και ξέπλυνε αμέσως από τα χέρια σου αυτόν τον μαύρον καταδότην. — Τι μου τα έφερες εδώ τα δύο τα μαχαίρια; Πρέπει εκείτο πλάγι του να μείνουν! Πήγαινέ τα και άλειψε με αίματα τους κοιμισμένους δούλους! ΜΑΚΒΕΘ Δεν 'πάγω! Το τι έκαμα, να το σκεφθώ και μόνον με πιάνει τρόμος. Δεν τολμώ να το ιδώ και πάλιν! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Μικρόψυχε! Δος τα εδώ εμένα τα μαχαίρια!

Ο διδάσκαλός της, ισχνός, υψηλός, με κίτρινον αυστηρόν πρόσωπον και μαύρον κομβωμένον επενδύτην, δεν ήτο βεβαίως αντικείμενον διασκεδάσεως διά τον φιλοθεάμονα συμμαθητήν μου· αλλ' εδίδασκεν όμως αριθμητικήν, οι δε αριθμοί ήσκουν ακαταμάχητον γοητείαν εις την νεαράν διάνοιαν του Σοφή.

Η οδός επερνούσε από την ορμητικήν Λουτσίνην, η οποία διά πολλών μικρών χειμάρρων εξορμά από το μαύρον βάραθρον του Παγώνος του Γκρίντελβαλντ. Ως γέφυραι εδώ χρησιμεύουν ριγμένοι κορμοί δένδρων και ογκώδεις πέτραι.

Υψηλός, ευρύστερνος, ηλιοκαής, με μαύρον μύστακα, με αδρά εν γένει χαρακτηριστικά και με δύο ή τρεις σειράς ρυτίδων εις το μέτωπον, Ηρακλής, γονυπετής προ των ποδών, μικροσώμου μάλλον, λιγυράς, εικοσιπεντατούς Ομφάλης!

Το άσπρον τωόντι ομοιάζει κατά τι με το μαύρον, και το σκληρόν με το μαλακόν και τα άλλα όσα φαίνονται ότι είναι τελείως εναντία το έν με το άλλο· και εκείνα τα οποία ελέγαμεν τότε ότι έχουν διαφορετικήν ενέργειαν και ότι το έν δεν είναι όμοιον με το άλλο, δηλ. τα μέρη του προσώπου, εις κάποιον τρόπον ομοιάζουν το έν με το άλλο· ώστε βέβαια με τούτον τον τρόπον, αν θέλης, και αν ταύτα εξετάσης, δύνασαι ν' αποδείξης ότι όλα τα πράγματα είναι όμοια το έν με το άλλο.

Καταλαβαίνεις τίποτα, Νεότης παπαρδέλα, που 'στά καλά καθούμενα μου 'κόλλησες σαν βδέλλα; Σιχαίνομαι τας αηδείς του βίου ποικιλίας, μη με θωρής ακίνητος και σέρνεις τα μαλλιά σου, μ' επαραχόρτασες και συ με τας διδασκαλίας και πάρε τα βρεμμένα σου και τράβα 'στή δουλειά σου. ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Φασουλή μου κακομοίρη, μαύρον τέκνον μαύρης γέννας, πώς δεν 'βρίσκεται κανένας όπως πρέπει να σε δείρη;

Ναι, πιέ και τούτο. Ο Φλεβάρης εκένωσε και το ποτήριον εκείνο και άλλα ακόμη με όσην ευκολίαν τα εγέμιζεν ο σύντροφος του. Έπειτα, κλίνων τον κορμόν του σώματός του εις τα οπίσω και φέρων αντάμικα μέχρι του αριστερού οφθαλμού το μαύρον φέσι, με το κυανούν τσεγρέκι, ήρχισε με φωνήν σταθεράν και καθαράν, την βλαχικήν προφοράν μιμούμενος, να τραγωδή ενώ το σώμα του ήτο εις αδιάκοπον κίνησιν,

Δύο ή τρεις άλλοι θαμώνες έκλινον την κεφαλήν εις τα τραπέζια κ' ενύσταζον· ο κάπηλος, όρθιος παρά το κυλικείον, αφήκε μέγαν ρογχασμόν. Ο Νικολός το Πιτς κι' ο Αντώνης της Γαλοντζίτσας εξήλθον ν' αγναντέψουν το μαύρον πέλαγος, από της Αναγκιάς το Κανόνι. Τούτους ηκολούθησε μετ' ολίγον διά να ξενυστάξη κι' ο ίδιος ο καφετζής.

Έφερε μικρόν φέσι μαύρον, μανδήλιον δε του αυτού χρώματος το έσφιγγε περί την κεφαλήν της, και εκατέρωθεν εκρέμαντο επί των κροτάφων δύο μικροί λευκοί βόστρυχοι. Επί των ώμων έφερε σάλι μαύρον, εν είδει παραχωρήσεως εις τους παρεισάκτους νέους συρμούς της Ευρώπης. Επί του όλου εφαίνετο ότι έβαλε τα καλά της διά να παρουσιασθή ενώπιον του ιατρού.

Ήτο καιρός ν' αποφύγω το επίμονον φως του μαύρου αστέρος, όστις εδέσποζεν εις τον στενόν ορίζοντά μου, και καθίστα μαύρον τα σώμα μου και την σκιάν μου λευκήν. Και εστράφην έντρομος προς τα οπίσω, αναζητών οδόν φυγής, ότε ιδού και πάλιν το παράδοξον Φάσμα ορθούται ενώπιόν μου υπερήψηλον. Και ακούω λαλιάν, από μυστήριον γεμάτην: — Πού φεύγεις, πριν ακόμη ακούσης και πριν ίδης; Ελθέ μετ' εμού.