Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


Το όνειρόν της εκείνο, το προ μικρού, ήρχετο πάλιν μειδιών προ της φαντασίας της, και το μειδίαμά του δεν ήτο πλέον πλάνη ουδέ γοητεία. Ηδύνατο τόρα να στείλη εις το σχολείον τον Νικολή της, . . . . ηδύνατο να κάμη το τάμμα της εις την Ευαγγελίστραν. Εκεί σιμά της έκαιε μικρόν κανδήλιον προ μικρού εικονίσματος της Θεοτόκου. Ενώπιον της εικόνος αυτής ευρέθη αυτομάτως γονυπετής η κυρά Δημήτραινα.

Συνελθών δε εις εαυτόν, έπεσε γονυπετής ενώπιον του γέροντος πατρός του, και χύνων δάκρυα μετανοίας εζήτει συγγνώμην. Σωφρονισθείς δε έκτοτε υπό των ανωτέρω λόγων του παιδός του, εξηκολούθησε διατρέφων και περιθάλπων τον ασθενή πατέρα του, μέχρις ου ο γέρων μετέβη εις την άλλην ζωήν, ευλογών και τον μετανοήσαντα υιόν του και τον αγαπητόν του Θωμάν.

Ότε με είδεν, ηγέρθη, έντρομος, ίνα φύγη, αλλά δι' ελαφρού νεύματος προσεκάλεσα εαυτόν να εισέλθη. Ανασκιρτήσας τότε δι' ενός πηδήματος ευρέθη προ εμού γονυπετής, αλλ' ούτε να με εγγίση ούτε λέξιν να προφέρη, ούτε τους οφθαλμούς να σηκώση ετόλμα ο δυστυχής νεανίας.

Αι στιγμαί διεδέχοντο αλλήλας εντός της νυκτός· εκ των μεγάλων ορνιθοτροφείων των κήπων της Δομιτίας έφθασε μέχρις αυτών το άσμα του αλέκτορος. Εκείνος έμεινε γονυπετής, ακινητών ως άγαλμα. Τέλος ηρώτησε: — Τι οφείλω να πράξω πριν αποθάνω, δέσποτα;

Εν τούτοις ο Μάχτος όχι διότι παρεπείσθη εκ των προτροπών του, αλλά μάλλον διότι ησθάνθη το οχληρόν του πράγματος, εδοκίμασε να ανασηκωθή, διότι ήτο γονυπετής, και τότε ο Θευδάς τω έτεινε την χείρα ειπών αυτώ: «Είνε ανάγκη να εύρωμεν τον αυθέντην μου». Η τελευταία λέξεις εκόπη διχή μεταξύ του λάρυγγος και των οδόντων του Θευδά.

Τα χείλη της έτρεμον ως τα χείλη παιδίου, το οποίον μέλλει να κλαύση και το οποίον αισθανόμενον εαυτό ένοχον, αναγκάζεται να ομολογήση το σφάλμα του. — Αποκρίθητι, είπεν ο απόστολος επιμένων. Τότε με φωνήν χαμηλήν και φοβισμένην εκείνη εψιθύρισε γονατίσασα εις τους πόδας του Πέτρου. — Μάλιστα. Ήδη ο Βινίκιος ήτο γονυπετής εις το πλευρόν της.

ΟΚΤΑΒΙΑ. Καθ' όλον δε τούτο το διάστημα γονυπετής προ των θεών θα δέωμαι υπέρ σου. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μη κρίνης, Οκταβία μου, περί των ελαττωμάτων μου εκ των διαδόσεων του κόσμου. Δεν ηκολούθησα πάντοτε την ευθείαν οδόν, αλλ' εις το εξής ο βίος μου θα είνε κανονικός. Καλή νύκτα, φιλτάτη κυρία. ΟΚΤΑΒΙΑ. Καλή νύκτα, άρχον. ΚΑΙΣΑΡ. Καλή νύκτα. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Λοιπόν κατεργάρη! επιθυμείς την Αίγυπτον.

Κ' ενώ τόρα γονυπετής εδέετο παρά την εικόνα και βυθισμένη εις το σκιόφως μόλις διέκρινε την γαλήνιον μορφήν της Παρθένου, διελογίζετο μετ' ανατριχίλας αλλά και αποφάσεως σταθεράς, εάν ο Ζάχος εφονεύετο, εις άλλην έξοδον αυτή η ιδία να σηκώση την ποδιάν, να ζωσθή τα όπλα και να πάγη να συγκρουσθή μετ' εκείνου.

Νά, δεν κυττάζεις τα ωραία ματάκια της Παναγίτσας μας; Δεν σου λέγουν ότι θα έλθη; Και εξηκολούθει τας προσευχάς της ημέραν και νύκτα, γονυπετής ενώπιον της αγίας Εικόνος μέσα εις τους ευώδεις καπνούς των θυμιαμάτων που άφθονα είχεν ανάψει, σαν να ήτο μία ζωγραφιά αγγέλου, και έλεγε μετά κατανύξεως και πεποιθήσεως: — Αν τον επότισαν, Παναγία μου Δεσποινα, χάλασέ τα τα μάγια!

Ο Βινίκιος έμεινε γονυπετής πλησίον της κλίνης, εν προσευχή. Η ψυχή του ετήκετο εις απεριόριστον έρωτα. Ελιποθύμησεν. Ο Θεοκλής εισήλθεν επανειλημμένως εις τον κοιτώνα. Πολλάκις ανασηκώνουσα το παραπέτασμα της θύρας, η Ευνίκη επρόβαλλε με την κατάχρυσον κεφαλήν της. Τέλος οι γερανοί, τους οποίους είχον ανεγείρει εις τους κήπους, ήρχισαν να κροτώσιν, αγγέλλοντες την αυγήν.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν