United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δε μάςε ρίχτεις ένα κλαδί; — Μετά χαράς, απήντησεν η κόρη, και μετ' ολίγον εξέτειε μεταξύ των γαστρών το ηλιοκαϋμένον χέρι της, εις το οποίον εκράτει δέσμην βασιλικών και γαρυφάλων. — Όρισε, μπάρμπα Νικολή.

Ο Σαϊτονικολής, αναβλέψας εις έν παράθυρον, διέκρινε μεταξύ βασιλικών και γαρυφάλων ωραίον πρόσωπον κόρης, ήτις επότιζε τα άνθη της. Και την εχαιρέτησε με στοργικήν οικειότητα: — Καλή σπέρα, Πηγιό. — Καλή σου σπέρα, μπάρμπα Νικολή, απήντησεν εκ του παραθύρου φωνή δροσερά και θαρρετή. Καλώς τον εδέχτηκες κιόλας τον ακριβοθώρετο. — Ώμορφους βασιλικούς έχεις, Πηγιό, είπεν ο Σαϊτονικολής.

Καλά χαμπέρια, αι, μπάρμπα Νικολή; του είπε και ο Σμυρνιός πλησιάσας. — Ναι, μόνο να τα βγάλη ο Θεός αληθινά. — Θα τα βγάλη και θα το δης. — Μα δε μου λες, σύντεκνε Σήφη, ηρώτησεν έπειτα ο Σαϊτονικολής τον παρακαθήμενον δημογέροντα, είντα βασίλειο είν' αυτή η ... πώς την είπες; — Η Δανιμαρκία; — Ναίσκε, η Δανιμαρκία. — Κ' εγώ πρώτη φορά τακούω.

Μια λογόστεσι γίνεται και ξεγίνεται ... Κι' απατό σου, κουμπάρε Νικολή, αν ήσουνε στη θέσι μου και κάθε άλλος τιμημένος άνθρωπος το ίδιο θάκανε. Αν εματάγνωσες πάλι, καλά. Παίρνεις το λόγο σου 'πίσω και η φιλιά μας φιλιά. Ο Σαϊτονικολής ανεγνώριζεν ότι ο Θωμάς είχε κατά μέγα μέρος δίκαιον και έβλεπεν ότι η μόνη σωτηρία ήτο να γίνη το ταχύτερον ο γάμος.

Όι, μπάρμπα Νικολή, απήντησεν η κόρη με τον αποφασιστικώτερον τόνον, δεν τονε θέλω. Μα σαν τονε θέλει αφέντης μου κι' αδερφός μου, είντα να κάμω η μαυρομοίρα; ... Και τίνος να πω τον πόνο μου να με παρηγορήση, απού δεν έχω μάννα; Με τας τελευταίας δε λέξεις τα δάκρυα της έτρεξαν.

Τότε είδε και ο Μπαρμπαρέζος τον Μανώλην και συνεχάρη τον πατέρα του. — Αφερίμ, κουμπάρε Νικολή. Να τόνε χαίρεσαι το γυιό. Διπλός άντρας κατασταίνεται. — Άντρας ο κύρης, άντρας κι ο γυιός, είπεν ο Σαϊτονικολής γελών. — Εφταΐδιος ο ραμετλής ο κύρης σου, κουμπάρε Νικολή.

Η ομίχλη δεν ήτο τίποτε άλλο παρά η εξάτμισις της δροσιάς που έπεφτε την νύκτα και τακτικά κάθε καλοκαίρι αυτό γίνεται. — Κ' εγώ από 'παδά 'μαι, δε μ' έφεραν απού τα Παρίσια· μαυτή η κατσιφάρα δεν είνε σαν τσ' άλλαις· σύρνει μιαν κιτρινάδα σαν το βούρκοΔε θωρώ 'γώ κιαμμιάν κιτρινάδα, είπεν ο άλλος και θαρρώ πως 'νειρεύγεσαι, Νικολή.

Αλλ' ήδη εισήρχοντο εις το χωριό και ο Θωμάς εστράφη κ' εφώναξε προς τον Σαϊτονικολήν: — Ακούς, σύντεκνε Νικολή, είντα διαλαλιούνε;