United States or Nicaragua ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' όσο σκοπός, που κάθεται σε ξέφαντο και βλέπει 770 προς το κρασύ το πέλαγο, σκοτεινοξεχωρίζει, τόσο πηδάνε των θεών τ' αψηλοπίλαλα άτια. Κι' όταν στης Τριάς ζυγώσανε τ' αστέρεφτα ποτάμια, όπου το ρέμα ο Σκάμαντρος με του Σιμόη σμίγει, εκεί τ' αμάξι σταματάει η κρουσταλλόλαιμη Ήρα, 775 ξεζέβει τ' άτια, και πυκνή τους χύνει γύρω ομίχλη. Και χόρτο αμάραντο να φαν τους φύτρωσε ο Σιμόης.

Τα κοντινά η Κίμωλος και η Πόλυβος, η Μήλος και η ερημόμηλος και τα Γερακούνια εξεχώριζαν καθαρά τυλιγμένα σε ασπρογάλαζη ομίχλη, με τις σχισμάδες και τις σπηλιές τους σκοτεινόμαυρες, τ' ακρωτήρια και τις ραχούλες φωτεινώτερες, τις πλαγιές τους ήμερες, στρωτές, δίχως λάκκους και αγριαγκάθια, τις ρεματιές τους και τ' ακρογιάλια δίχως λιθάρια και χάλαρα.

Σε λίγον καιρό είχε βαρεθή την υπηρεσία. «Η τέχνη, μας λέει με λόγια που ακόμα συγκινούν πολλούς με τη θερμή τους ειλικρίνεια και την παράξενη φωτιά τους, η τέχνη άγγισε τον αποστάτη της· με την αγνή κ' ευγενικήν επίδρασή της η βλαβερή ομίχλη διαλύθηκε· τα αισθήματά μου τα ξεραμένα, τα θερμασμένα και θολωμένα τα αναζωογόνησε με μια δροσερή, φρέσκη ανθοφορία, απλή κι όμορφη για τους ανθρώπους με την απλή καρδιά». Όμως η τέχνη δεν ήταν η μόνη αιτία της αλλαγής. «Τα έργα του Wordsworth, εξακολουθεί, συντελέσανε πολύ στο να γαληνέψη ο ζαλιστικός στρόβιλος που εξ ανάγκης συμπίπτει με τις ξαφνικές μεταβολές.

Μεταξοσέντονα σαν αυτά που δεν τα πέρασε σαγίτα και δεν τα μάλαξε ξυλόχτενο· που υφάνθηκαν ψηλά στον ουρανό και τ' άπλωσε στη θάλασσα νεράιδας χέρι, να κρύψουν στις χάρες τους εσέ καλέ μου κ' εμέ τη σκλάβα σου!... Άνοιξα τα μάτια μου διπλά· τίποτα δεν έβλεπα. Η ομίχλη επύκνωσε πάλι τόρα κ' εθάμπωσε κ' εσκέπασεν όλα με φοβερό μυστήριο.

Των οσίων τα πνεύματα Ως αργυρέα ομίχλη Τα υψηλά αναβαίνει, Και εις ποταμούς διαλύεται Φωτός και δόξης. Μόνον βλέπω τον Ήλιον Μένοντα εις τον αέρα· Τους τρυγύρω χορεύοντας Ουρανούς κυβερνάει Με δίκαιον νόμον. Φαίνετε εις τον ορίζοντα Ωσάν χαράς ιδέα, Και φωτίζει την γην Και των θνητών τα έργα Των πολυπόνων.

Χρυσό ετρεμόφεγγε το μισοφέγγαρο του μιναρέ· έσβυνε κ' εθάμπωνε, έλαμπε κ' έσβυνε. Το σπιτάκι παραφουσκωμένο επισωπατούσε, μουλωχτά έφευγε. Οι φτερωτές του μύλου ακίνητες, πείσμα έδειχναν και την απλή έκπληξι ενός γίγαντα. Σύντροφοι όμως ήσαν και τους εκύταζα με ψυχοπόνια. Μα ζηλιάρα η ομίχλη έσυρε κ' εκεί την υγρή σκέπη της, μας απομόνωσε στη γολέτα· έκλεισε τα πάντα στο μυστήριο.

Έτσι εξημερωθήκαμε εμπρός στην Καλλίπολι. Να ειπώ την αλήθεια εξημέρωσεν η ημέρα και όχι εμείς. Η «Κυραδέσποινα» στο σύθαμπο αρμένιζεν ακόμη. Πυκνή ομίχλη επλάκωνε τον Ελλήσποντο και ούτε θάλασσα, ούτε στεριά, ούτε δέντρο μας έδειχνε. Μόνον μια στιγμή, μια μοναχή στιγμή, δεξιά μου ιχνογραφήθηκεν ένας μιναρές, κάποιο σπιτάκι, ένας μύλος με ανοιγμένες φτερωτές, κάτι αληθινό και μαζί ψεύτικο!

Σίγα λοιπόν και φέρε την χείρα εις τους οφθαλμούς σου τους τυφλούς, και όπλισε με αληθείς πτέρυγας την ψυχήν σου, και πέταξε πρώτον υψηλά, πολύ υψηλά, διά να θεωρήσης καλώς προς τα κάτω· και άφες, εάν δύνασαι, των οφθαλμών σου την αχλύν, ίνα καταπέση ως φθινοπωρινής πρωίας ομίχλη, όταν αι ακτίνες του ηλίου εξαποστέλλουσιν αυτήν ως σκιεράν θεραπείαν εις τα σκότη της νυκτός. . .,

Η νεφώδης ομίχλη εβυθίζετο κατερχομένη περί αυτόν και αιφνιδίως ευρέθη προ αποκρήμνου πλευράς βράχου· ήρχισε να καταρρέη βροχή. Ησθάνετο καυστικήν δίψαν, φλόγα εις το κεφάλι, ψύχος εις όλα τα μέλη· επήρε το κυνηγετικό του φλασκί, αλλά ήτο άδειο, δεν το είχε σκεφθή να το γεμίση, όταν ετράπη προς το βουνό επάνω.

Να πλανώμαι στο γυμνό τον κάμνο, γύρω μου να βουίζη η θύελλα, που μέσα σε μιαν ομίχλη πυκνών ατμών οδηγεί τα πνεύματα των προγόνων κάτω από το αμυδρόν φως της σελήνης.